United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες του λέει ο Νέστορας ο γερο-αλογολάτης «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, τώρα άξια δώρα και καλά προσφέρνεις τ' Αχιλέα. Μον έλα προεστούς διο τρεις ας στείλουμε, π' αμέσως 165 να παν ως στην καλύβα του κι' εκεί ναν τον συντύχουν. Μα στάσου, εγώ θα πω σας πιούς, κι' αφτοί όχι ας μη μας πούνε.

Να τρέξεις στην καλύβα εφτύς του βασιλιά Αγαμέμνου, κι' όλα σωστά ναν του τα πεις, καθώς σ' τα παραγγέλνω. 10 Πες του να κράξει στ' άρματα όλο τα' ασκέρι αμέσως, που τώρα την πλατύδρομη μπορεί να πάρει Τροία, γιατί στον Έλυμπο οι θεοί δεν έχουν πια διο γνώμες, τι με τα περικάλια της τους γύρισε μαζί της όλους η Ήρα, και καημοί τους Τρώες καρτεράνε15

Ο Τσουαναντόνι, καθισμένος κάτω από την πέργολα μπροστά στην καλύβα, έπαιζε το ακορντεόν και ολοτρόγυρα το μονότονο μοτίβο απλωνόταν σαν ένα πέπλο ύπνου πάνω από τον ερημωμένο τόπο. Βλέποντας τον άγνωστο άντρα να προχωράει σκυμμένος για να ρίξει μια ματι μέσα στο καλύβι, το αγόρι σταμάτησε να παίζει το ακορντεόν και το γλυκό βλέμμα του έγινε απειλητικό. «Τι θέλετε

Πάν τότες του Τυδιά το γιο να βρουν, κι' απ' την καλύβα 150 όξω τον ήβραν παρακεί με τ' άρματα, κι' οι φίλοι γύρω κοιμούνταν έχοντας ασπίδες προσκεφάλια. Όρθια τα όπλα τους μ' ουρές στη γη είτανε μπηγμένες, αλάργα αντίφεγγε ο χαλκός σαν αστραπή του Δία. Κι' ο αρχηγός κοιμότανε με κάτω του στρωμένο 155 δέρμα βοδιού, κι' ολόλαμπρο χαλί είχε προσκεφάλι.

Είδε όμως μια μικρή φιγούρα, γκρίζα και μακρουλή, ακολουθούμενη από μια άλλη σκουρότερη και κοντύτερη να πηδούν, σαν να πετούσαν, από τον ένα θάμνο στον άλλο γύρω από την καλύβα και να εξαφανίζονται χωρίς να τους δίνουν το χρόνο ν’ αρπάξουν καμιά πέτρα για να τις χτυπήσουν. Σηκώθηκε και ο Έφις. «Είναι οι αλεπούδες», είπε χαμηλόφωνα. «Άστες να φύγουν. Κάνουν έρωτα.

Κι όπως είταν όλα ανάκατα δεμένα, με τα κεφάλια προς τα κάτω, με τις κατατσακισμένες φτερούγες τους, με τα ματωμένα φτερά τους, άλλα μικρά εδώ, κι άλλα μεγάλα εκεί, με τα τουφέκια και τα σελάχια στο πλάι μέσα στη μεγάλη αναλαμπή της φωτιάς, που πλημμύριζε την καλύβα έπαιρναν την ξεχωριστή εκείνη ομορφιά, το ξεχωριστό εκείνο μεθύσι που ένας αληθινός κυνηγός μονάχα το νιώθει.

Τον άκουσε και πρόθυμα ποδέθη ο χοιροτρόφος, και προς την πόλιν κίνησε• και τότε της Αθήνης 155 δεν ξέφυγεν όπ' άφησεν ο Εύμαιος την καλύβα• κ' ήλθε πλησίον η θεά, καιτην μορφήν εφάνη γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα• εστάθηκετο αντίθυρο κ' εφάνη του Οδυσσέα, κ' εκείνην ο Τηλέμαχος ούτ’ είδεν ούτε αισθάνθη• 160 ότι ολοφάνερα οι θεοί δεν φαίνονται εις καθέναν. αλλ' ο Οδυσσέας είδε την και οι σκύλοι, ουδ' εγαυγίζαν, αλλ' έγρουζαν κ' εσκόρπισαντην στάνη τρομασμένοι. ένευσε αυτή και νόησεν ο θείος Οδυσσέας. και απ' την καλύβατην αυλή σιμάτο μέγα τείχος 165 ήλθε και εμπρός της έμεινε• και του 'πε τότ' η Αθήνη• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, όλα του υιού σου τώρα ειπέ και απόκρυφα μην έχης, όπως, άμ' οργανίσετε τον φόνον των μνηστήρων, κινήσετε προς την λαμπρήν πόλιν, και δεν θ' αργήσω 170 να 'λθω σιμά σας πρόθυμη κ' εγώ μες τον αγώνα».

Καλύβα!... Βακογιάννη!... Δέκα χιλιάδες με κρατούν... Σχωράτε με... πεθαίνω. Και δεν επρόφτασε να 'πή τον ύστερό του λόγο Πούχανε βγη τα δυο θεριά και τάχε αρπάξει η φλόγα. Κρύβεται ο ήλιοςτα βουνά. Τα πλάγια σκοτειδιάζουν Και μένουν έρμα τα Θερμιά... Νεκρύλα... βουβαμάρα.

Έτρεξεν η Φωτεινή και έφερε την στάμναν γεμάτην έως εις την θύραν αλλ' η γρηά δεν εφάνη με τούτο ευχαριστημένη. — Έμβα και μέσα, της λέγει· κύτταξε πώς είνε άνω κάτω η καλύβα μου!

Ο Καραϊσκάκης διώρισεν αμέσως τον στρατηγόν Μακρήν ομού με όλους τους συν αυτώ διά να υπάγη εις βοήθειαν των μετά του Ξύδη και Καλύβα. Αλλ' ενώ αυτοί επλησίαζον εις Βιτολίσταν, οι μετά του Ξύδη είχον ήδη κινήσει διευθυνόμενοι εις Λουμπουτινάν, όπου ήσαν τοποθετημένοι έως ογδοήκοντα Τούρκοι.