Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Χοντρά δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του, κατέβαιναν στο πηγούνι του που έτρεμε και σταγόνα σταγόνα έπεφταν στη γη. Ο Τζατσίντο τον περίμενε ξαπλωμένος μπροστά στην καλύβα. Μόλις τον είδε να ανεβαίνει με το καλάθι στο χέρι που φαινόταν να τον τραβάει προς τα κάτω παρόλο που ήταν άδειο, κατάλαβε πως τα ήξερε όλα. Τόσο το καλύτερο!

Μα ας νιώσει πια η ψυχή σου μια στάλα πόνο και σπλαχνιά. Σεβάσου την καλύβα 640 που να μας σώσεις ήρθαμε στη στέγη σου από κάτου, εμείς π' απ' όλους είμαστε πιο φίλοι σου κι' αδρέφια

Κάλια μαζί μου να μισείς όπιον μισεί κι' εμένα. 615 Το τι είπα οι φίλοι εδώ ας του πουν· και κάλια εσύ να μείνεις 617 μ' εμάς εδώ να κοιμηθείς, κι' η χαραβγή σα φέξει, τα λέμε, εδώ αν θα μείνουμε ή πρέπει να τραβάμεΈτσι είπε, κι' έγνεψε άφωνα στον Πάτροκλο να στρώσει 620 του γέρου στρώμα αφρόμαλλο, για να σκεφτούνε οι άλλοι να παν μιαν ώρα αρχύτερα οχ την καλύβα πίσω.

Από μια χαραμάδα της σκεπής, μια ακτίνα ηλίου έμπαινε στην καλύβα κ' έπεφτε στο πρόσωπο της Ιζόλδης, που έλαμπε σαν το χιόνι. Ένας δασοφύλακας ανακάλυψε στο δάσος ένα μέρος όπου τα χόρτα ήτανε πατημένα: την προηγουμένη είχαν κοιμηθή εκεί ο Τριστάνος και η Ιζόλδη. Μην αναγνωρίζοντας όμως το αποτύπωμα των σωμάτων, ακολούθησε τ' αχνάρια, κ' έφθασε έτσι μέχρι την καλύβα.

Να τη φοράδα, ο ίδιος στη δίνω, κι' άλλο τίποτα καλύτερο αν ορίζεις απ' την καλύβα μου, κι' αφτό μετά χαράς σου πάρ' το. Κάλια ότι θες, θεόσπαρτε, μα την καλή σου γνώμη δε χάνω εγώ, ούτε την ψυχή με ψεφτορκιές κολάζω595 Είπε, και παίρνει τ' άλογο και πάει και του το δίνει στα χέρια του.

Τότες πηδώντας κατά γης ο γέρος οχ τ' αμάξι, άφισε το Νιδιό όξω κει, που πρόσμενε βαστώντας 470 τα ζαμουλάρια κι' αλόγακι' ολόϊσα ατός του κάνει για την καλύβα όπου ο γοργός καθότανε Αχιλέας.

Στείλε το ματωμένο Στα μακρυνά τ' αδέρφια μας τον τρύγο σου να φέρη Ωσάν πρωτόλουβον καρπό, μαζύ με τώνομά σου. Ο Βακογιάννης στα ριζά, και πλεύρα ’ς το γεφύρι Της Αλαμάνας, Πανουριά, θα στήσω τον Καλύβα. Εις τη Δαμάστα μένω εγώ, σας το ζητώ για χάρη, Κι' όταν αρχίσουνε... Σιωπή!... μου κάστηκε πως είδα Σαν έναν ίσκιο να διαβή... Εσ' είσαι, μωρέ Μήτρε; — Εγώμαι, καπετάνε μου.

Έκλεισε τα μάτια και τράβηξε το χράμι επάνω στο κεφάλι του. Και να που ξαναβρέθηκε επάνω στο τοιχάκι του μικρού κτήματος. Τα καλάμια μουρμούριζαν, η Λία και ο Τζατσίντο κάθονταν σιωπηλοί μπροστά στην καλύβα και κοίταζαν προς τη θάλασσα. Του φάνηκε πως αποκοιμήθηκε. Ξαφνικά όμως τινάχτηκε, είχε την αίσθηση ότι γκρεμιζόταν από το τοιχάκι. Είχε πέσει από την άλλη μεριά, στην κοιλάδα του θανάτου.

Έκυψεν εις το ους ενός των συντρόφων του, του Αναστάση τον Ζιζυφού, και του εψιθύρισε μερικά λόγια με πολλάς χειρονομίας, δεικνύων διά συρτού κ' επιμόνου κινήματος της παλάμης ίσα-πέρα τον αιγιαλόν, και ηκούσθησαν αρκετά ευκρινώς απ' το στόμα του ολίγαι λέξεις: «καλύβα, πέρα εκεί, σπηλιά, . . . κλειδαριά, σιδερόπορτα . . . Να φυλάτε, κ' εμείς θάρθουμε με της βάρκες το βράδυ, σαν πέσ' ο αέρας».

Κ' επήρε από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι• 40 κ' επάτησ' ο Τηλέμαχος το λίθινο κατώφλι• ως έμπαινε του ευκαίρωσε την θέσι του ο πατέρας• εκείνος δεν τον άφινε και του 'πε• «Κάθου, ω ξένε, κ' εμείς εις την καλύβα μας και άλλην θαυρούμε θέσι, κ' είναι παρών ο άνθρωπος, 'που θα την ετοιμάση». 45

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν