Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Ο Χριστός εν πνεύματι τρυφερότητος εσταμάτησε προ της εκφράσεως, «ημέραν ανταποδόσεως του Θεού ημών», και τελευταίας απήγγειλε τας λέξεις, «κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν». Είτα ετύλιξε πάλιν τον κύλινδρον και τον απέδωκεν εις τον βιβλιοφύλακα, και, ως έθιστο μεταξύ των Ιουδαίων, εκάθισε να εκφωνήση την διδαχήν Του.

Ο πατέρας μουμύρο το κύμα που τον ετύλιξεδεν είχε σκοπό να με κάμη ναυτικό. — Μακριά έλεγε· μακριά παιδί μου, από τ' άτιμο στοιχειό! Δεν έχει πίστι· δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες· δόξασέ την· εκείνη το σκοπό της. Μην κυτάς που χαμογελά, που υπόσχεται άπειρα τα πλούτη της. Αργάγρήγορα θα σου σκάψη το λάκκο ή θα σε ρίξη πετσί και κόκκαλο, άχρηστον στον κόσμον.

Εγέννησε το παιδί, το εβύζασε, το ετύλιξε με το σάλι και το απίθωσε στη φάτνη απάνω στ' άχυρα να κοιμηθή. Σε λίγο ο ανασασμός έβγαινεν από το στηθάκι του ήσυχος, σαν ανασασμός ενός βαλσαμόδεντρου. Γύρω το σκοτάδι απλωνόταν πίσσα.

Και όταν η βραδυνή σκοτεινιά ετύλιξε το καράβι, — που ταχύτερα τώρα πηδούσε σ' τα κύματα για τη χώρα του Βασιληά Μάρκου, — αιώνια ενωμένοι, αφέθηκαν στον έρωτα! Ο Βασιληάς Μάρκος υπεδέχθη την Ιζόλδη την Ξανθή στην παραλία. Ο Τριστάνος την επήρε από το χέρι και την ωδήγησε μπρος στο Βασιληά. Ο Βασιληάς την πήρε στην κατοχή του πιάνοντάς την κι' αυτός από το χέρι.

Ο αέρας ήταν ίδιος όπως και πριν λίγο δροσερός, υγρός περισσότερο και τα ξύλα, τα σίδερα, τ' άρμενα του καραβιού δεν είχαν κανένα σημάδι. Κάτω στα βάθη του βοριά κάποιο μενεξεδένιο σύγνεφο άπλωσε κ' ετύλιξε μέσα γαλαζόχρωμα τ' αστέρια και τέλος τα έκρυψε κάτω από το πυκνό μαγνάδι του.

Είναι η θεά η μόνη που ούτε ακούει στους βωμούς ούτε αγάλματα έχει ούτε και θέλει τάμματα. Είθε, ω θεά μεγάλη, να μη μας έλθης στη ζωή χειρότερη από τώρα. Γιατί ο Ζευς εκτελεστή στας αποφάσεις σ' έχει. Εσύ έχεις την δύναμι σίδερα να δαμάζης και τίποτα δεν σέβεται η άγρια θέλησίς σου Και σένα τώρα, Άδμητε, μέσ' στους γερούς δεσμούς της σ' ετύλιξε. Υπόμεινε.

Εις μίαν στιγμήν έμεινε καθήμενος, με τας χείρας στηριγμένας επί της κιθάρας και με την κεφαλήν σκυμμένην, έπειτα ηγέρθη αποτόμως και είπε: — Εκουράσθην και έχω ανάγκην αέρος. Ας χορδίσουν την κιθάραν. Και ετύλιξε τον λαιμόν του με μεταξωτόν μανδήλιον. — Έλθετε μετ' εμού, είπε στραφείς προς τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον, καθημένους εις τινα γωνίαν της αιθούσης.

Είπα, κ' εκείνοι ωρκίσθηκαν ως είχα εγώ ζητήσει, και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' ετέλειωσαν εκείνοι, τ' ωρηό καράβι αράξαμε μες τον βαθύ λιμένα, 305 'που 'χε σιμά γλυκό νερό• και οι σύντροφοί μου εβγήκαν έξωτην γη, και τεχνικά τον δείπνον ετοιμάσαν, και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, έκλαιαν ενθυμούμενοι τους ποθητούς συντρόφους, 'π' άρπαξ' η Σκύλλα κ' έφαγεν απ' το βαθύ καράβι• 310 κ' ύπνος τους έπιασε γλυκός εκεί, 'που ακόμη εκλαίαν, και μες το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, άνεμον σήκωσε σφοδρόν ο αστραποφόρος Δίας, με φυσομάνισμα φρικτό, κ' ετύλιξετα νέφη πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. 315 και ως ήλθε η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, εις άντρο μέσα εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο• κ' ήσαν αυτού χορότοποι κ' έδραις Νυμφών ωραίαις. τότ' έκαμα συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• «ω φίλοι, αφούτο πλοίο μας πιοτό και βρώσις είναι, 320 τα βώδι' αυτά μη εγγίξουμε, μη συμφορά μας εύρη. ότι δεινού θεού τ' αρνιά τούτά 'ναι και η δαμάλαις, του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει».

Το λυγερό κορμί που έφευγε λαυράκι στα νερά εξάφνισε στον οργασμό τα νεύρα του και το γέλοιο που απέμεινεν οκνό στον αιθέρα ετύλιξε τον απαλά σε πόθους και όνειρα. Δεν χασομερίζει καθόλου.

Είπε, τα νέφη εσύναξε κ' ετάραξε τον πόντον, αρπάζοντας την τρίαινα, και των ανέμων όλων ταις ζάλαις έσπρωξεν ομού, κ' ετύλιξετα νέφη πόντον και γη• κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. κ' Εύρος, Νότος, και Ζέφυρος σφοδρός αντάμα επέσαν, 295 και ο αιθερογέννητος Βορηάς, 'που μέγα σπρώχνει κύμα• και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, κ' έλεγε με παράπονοτην ανδρική ψυχή του•

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν