Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Κι' αφτός τον βλέπει, εφτύς πηδάει και κράζει με περφάνια, «Να το θεριό που την ψυχή μού μάσησε ως στη ρίζα, 425 που μούσφαξε τ' αδέρφι μου! Κρυφτούς πια εδώ δεν έχει, παρά θα δούμε τώρα εφτύς πιος θενά φάει τον άλλοΕίπε, τον κοίταξε λοξά και του φωνάζει πάλι «Έλα σιμά να μπεις γοργά στου χάρου τα πλεμάτια

Τέτιος τόπος δεν αχρήζει, Την υγιά σου σαν εγγίζει. 450 Λόγος, κι' έργο· την παλιά τους Απαριάζουν κατοικά τους, Δίχως να χασομερήσουν Μια στιμή, ν' αναχωρήσουν. Ο μικρός ο ταξιδιότης, 455 Οχ το βράσιμο της νιότης, Με γοργά πατήματά του Απηδάει οχ τη χαρά του. Και η γριά, οπού πηγαίνει Όχι καλοκαρδισμένη, 460 Φρονιμώτερα πατάει, Και στο δρόμο τ' οδηγάει·

Έτσι είπε, και τους Αχαιούς σκυλιάζει η παινεσιά του, μα απ' όλους πιότερο η χολή ταράχτηκε του Αία, 459 κι' ενώφεβγε γοργά γοργά, του ρήχνει το κοντάρι. 461 Μα ατός του ο γιος τ' απόφυγε του Πάνθου, μ' έναν πήδο στα πλάγια, κι' ο Αρχέλοχος, γιος τ' Αντηνόρου, αρπάζει το χτύπο... αφτόν μαθέ οι θεοί προτίμησαν να πέσει.

Έτσι είπε, και προς το καστρί περήφανα γυρίζει πιλάλα, λες σαν άλογο μ' αμάξι αγωνοδρόμο που χλωροκάμπια ανάλαφρο με δρασκελιές διαβαίνει· έτσι έπαιζε κι' αφτός γοργά τα γόνατα και πόδια. Πρώτος ο γέρο-Πρίαμος τον είδε που στον κάμπο 25 δρόμιζε κάτου, αστράφτοντας σαν άστρο που προβάλλει τον τρυγητή, κι' από πολλά τριγυρισμένο αστέρια χύνει το φως του αλάθεφτα μες στης νυχτός την πίσσα.

το τέρμα της εκράτησε την νύκτα, να μακρύνη, και την χρυσόθρονην Ηώ 'ς τ' Ωκεανού το χείλος, και τα γοργά πουλάρια της, Φαέθοντα και Λάμπον, 245 'που των θνητών φέρουν το φως, δεν άφησε να ζέψη.

Τον αντάμωσε το Μιχάλη στο χτήμα μεσημέρι γυρισμένο, τώρα και δυο ώρες. Στάθηκε ομπρός του, αμίλητος πάντα, πάντα ολότρεμος. Τον αγνάντευε κατά πρόσωπο με ματιά κρύα, σουβλερή, ανατριχιάρικη, σα Χάρου ματιά. — Τι έπαθες, 'βρέ Δημήτρη; μπας και δεν είσαι καλά; ρωτάει ο Μιχάλης. — Έλα παραόξω και σου λέω, αποκρίνεται ο Δημήτρης γοργά και μισοπνιγμένα.

Αφτούς αν πιάσουμε τους διο, ολπίζω τους Αργίτες 196 αφτή τη νύχτα στα γοργά πως θαν τους κλείσω πλοίαΚι' αφτοί, όσο ο τράφος έκλεινε απ' το τειχί ως στα πλοία, 213 πεζούρα αντάμα γιόμισε κι' αμάξα, που εκεί μέσα στρυμώνουνταν, κι' ο Έχτορας τους στρύμωνε, παρόμιος 215 μ' Άρη γοργό, όταν τούδωκε τη νίκη ο γιος του Κρόνου.

Ο υιός του Διός και της Λητούς· αυτός τον βασιλέα Ωργίσθη· καιτο στράτευμα κακήν σήκωσ' αρρώστιαν. Και οι λαοί εχάνουνταν· γιατί ο βασιλέας Ατρείδης τού ατίμασε τον ιερέα Χρύσην. Ότ' ήρθ' αυτός εις τα γοργά των Αχαιών καράβια, Δια την θυγατέρα του να την ελευθερώση, Άπειρα λύτρα φέροντας, βαστώντας καιτα χέρια Το στέμμα του Απόλλωνος με το χρυσόν το σκήπτρον.

Έξω πια έσβυσε, λούφαξε το μούγγρισμα του άνεμου, σιγή θανάτου απλώθηκε για λίγο, και μόνο η αστραπόλαμψη πλημμύριζε ολοένα πλιότερη και πιο άφθονη την κάμαρα. Έξω τα σκοτεινά βάθη τ' ουρανού φαίνουνταν πως κάθε δευτερόλεφτο σχίζουνταν απότομα, και κύματα λάμψης ηλεκτρικής αγκάλιαζαν τη φύση και σβύνουνταν γοργά σαν ένα στιγμιαίο απέραντο φωτεινό φίλημα.

Μα το στερνό σαν έτρεχαν το δρόμο τα γοργά άτια 373 πίσω ίσα στον ψαρύ γιαλό, τότε έλαμψε η αξία του καθενός, τι τόμπηξαν στα τέσσερα, κι' αμέσως 375 όλους ομπρός ξεπέρασε ο άξιος γιος τ' Αδμήτου, με το Διομήδη πούτρεχε τα Τρώικα βαρβάτα κατόπι του, όχι όμως μακριά, μον έτσι πες μια στάλα, τι όλο λες είταν ν' ανέβουν το μπροστινό τ' αμάξι, και ζέσταινε η ανάσα τους τη ράχη του Εβμήλου 380 και τους πλατιούς τους ώμους του, τι τρέχανε με πείσμα σα νάχαν τα κεφάλια τους απάνω του στημένα.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν