Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Και οι αράπηδες θεριακομένοι, πάντα πικροί και αδάμαστοι εκάθονταν εκεί πνεύματα του απείρου, ανθρώπων όλεθροι. Μα του Λιβόρνου το βασιλόπουλο δεν τα κυτάζει αυτά. Της νέας ζωής του έθνους του σαρκωμένος πόθος αυτό, τρέχει γοργά εμπρός του ελπιδοφορτωμένο και πολυκάτεχο.
Τα παιδιά που κρατούσαν τις τόρτσες, τα ξεφτέρια, τα μανουάλια, τα λάβαρα χύθηκαν με φωνές και κακό στο νάρθηκα σα να κυρίεψαν οχύρωμα. Γοργά τ' ακλούθησαν οι παπάδες, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, η αρχοντιά. Σφούγγιζαν με τα μαντήλια τον ίδρωτα, αερίζονταν με τα καπέλλα τους, ξεκούμπωναν τα ρούχα τους και λαχάνιαζαν βαρειά κι αποσταμένα.
Ό ήλιος έγερνε στη δύση και γύρω στάλαζε ένα κλάμα. Δεν ήταν τ' άστρα που μπροστά μου σκορπίστηκαν διαμάντια χύμα, ήταν τα μάτια σου—χαρά μου. Γοργά μας πήγαινε το κύμα— Δες η αυγή το φως της κάνει στην κόμη σου χρυσό στεφάνι! Από τα μάτια σου είναι η μέρα που χύνεται μες στον αέρα. Στα πράσινα νερά γκρεμίζει πύργους το κύμα, πύργους χτίζει, στη θάλασσα δε φαίνεται άκρη.
Πού παιδί! Έπρεπε να βγη έξω για να μάθη. Πλύθηκε — ντύθηκε γοργά. Δυο πόνοι του σφάζανε τώρα την καρδιά. Η λύπη που έχασε τη μάννα του κ' η ντροπή που πέθανε όξω απ' το σπίτι της. Ο άντρας της παιδεύτηκε να την σπιτώση κι ο γιος την ξεσπίτωσε! Τι καταφρόνια στη γυναίκα του Ευμορφόπουλου να πεθάνη σε ξένα χέρια!..
Θάδενα τότες την τριχιά τριγύρω στου Ελύμπου 25 μιαν άκρη, κι' όλα θάμεναν τα πάντα στον αγέρα. Τόσο όλους τους θεούς νικώ, νικώ όλους τους αθρώπους.» 27 Είπε, και ζέβει τα γοργά χαλκόποδα άλογά του 41 στ' αμάξι, πούτανε χρυσές με χήτες τριχωμένα. Κατόπι χρυσοπλίστηκε, και το χρυσώριο πήρε καλοφτιασμένο καμοτσί, κι' ανέβηκε στ' αμάξι.
Και άμ' είπε τα καλότριχα τ' άλογα ευθύς ραβδίζει 215 κατά την Πύλο, κ' έφθασε γοργά 'ς τα γονικά του. επρόσταξε ο Τηλέμαχος ωστόσο τους συντρόφους• «Τ' άρμενα εις τάξι θέσετε, φίλοι, 'ς το μαύρο πλοίο, και ας αναιβαίνουμε κ' εμείς, να πάρουμ' ευθύς δρόμο». Είπε κ' εκείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του• 220 κ' εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις.
Μηδ' άλλος τον αμέλησε κανείς τους, μόνε ομπρός του κρατούν τις ομορφόκυκλες ασπίδες, και κατόπι τον παίρνουν κι' όξω οχ τη σφαγή στα χέρια τους τον βγάζουν, ως πούρθαν στα γοργά άλογα που καρτερούσαν πίσω 430 όξω απ' τη μάχη μ' αμαξά και με πανώριο αμάξι, κι' έτσι τον παν προς το καστρί ενώ βαριά βογγούσε.
Πάτησε ο Γκενεβέζος πρώτος και γοργά κάθισε στη σέλλα. Μα δεν έγινε το ίδιο και με τον Περαχώρα· χοντρός κι αδέξιος ο καθηγητής μόλις ανέβηκε στο γόνα του Αριστόδημου έγειρε να πέση. Από το φόβο του όμως άπλωσε τα χέρια όπου τύχη κι αρπάχτηκε απ' τα μαλλιά του αρχαιολόγου. Εκείνος τον αγκάλιασε σφιχτά, τον σήκωσε ψηλά και τον απίθωσε στη σέλλα.
Είτα διά το ασφαλέστερον, κατήλθεν ακόμη χθαμαλώτερον προς τον αιγιαλόν, και πάλιν ήρχισεν ελαφρά και γοργά πατών ν' ανέρχηται προς την γέφυραν του Κάστρου. Ευρίσκετο ενώπιον του φρουρίου. Φοβερόν βραχώδες βάραθρον, όπου ίλιγγος και σκοτοδίνη κυριεύει τον άνθρωπον, άβυσσος ξηρά αιωρουμένη υπεράνω της υγράς αβύσσου χάσκει υπό την γέφυραν.
Εκεί σιμά του στάθηκε του Δία η κόρη κι' είπε «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε· Δυσσέα, έτσι λοιπόν στα σπίτια σας, στο πατρικό σας χώμα, θα φύγετε, και στα γοργά καράβια θα ριχτείτε, 175 και την Αργίτισσα Λενιό των Τρώων θενά αφίστε και του Πριάμου παίνεμα, που τόσοι εδώ στην Τροία για δάφτη Αργίτες χάθηκαν αλάργα απ' την πατρίδα; Μον τρέχα τώρα μέσα εσύ στους λόχους και μη στέκεις, κι' αμπόδιζε έναν ένανε με πειστικά σου λόγια 180 και μην αφίνεις στο γιαλό να ρήχνουν τα καράβια.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν