Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Καιρός να φεύγωμεν ΜΑΚΒΕΘ Γοργά να είναι τ' άλογά σας και ασφαλή τα πόδια των. Η ώρα η καλή σας! Ως τας επτά καθένας σας ας κάμη ό,τι θέλει. Διά να μ' είν' η συντροφιά ακόμη γλυκυτέρα, κι' εγώ σκοπεύω μόνος μου να μείνω ως το βράδυ. Λοιπόν, μαζί σας ο Θεός! ΜΑΚΒΕΘ Εσύ, — εσένα λέγω· ακόμη δεν εφάνησαν οι άνθρωποι εκείνοι; ΥΠΗΡΕΤΗΣτου παλατιού, αυθέντα μου, την θύραν περιμένουν.

Τι κουτοκουβεντιάζεις, ώρ' αγριόγιδο;... Δεν πρόφτακε να πη άλλο, κ' εμείς όλοι σκάσαμε τα γέλοια δυνατά. Τούτο τον πείραξε το γιδοβοσκό, κοκκίνησε 'ςτο πρόσωπο από ντροπή, δεν ξαναγέλασε, μας κύτταξε αραδαριά όλους γοργά γοργά και λέγοντας : — Ωρέ, σεις με περγελάτε! έκαμε τρεχάλα τον κατήφορο πηδώντας σαν το κατσίκι.

Κατόπιν είπε του πιστού συντρόφου του Πειραίου• «Κλυτίδη, από την συντροφιά, 'πού 'λθε μ' εμέτην Πύλο, 540 εσέ γνωρίζω μάλιστα να με υπακούς εις όλα• και τώρα πάλι λάβε μουτο σπίτι σου τον ξένον, και φίλευε και τίμ' αυτόν ολόψυχα ως 'που να 'λθω». Και ο ξακουστός ακοντιστής ο Πείραιος απαντούσε• «Κ' εάν, Τηλέμαχε, πολύν καιρόν εδώ θα μείνης, 545 απ' εμέ περιποίησι θα 'χη όσην θέλη ο ξένος». Καιτο καράβι ανέβη αυτός και των συντρόφων είπε να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξιταις σανίδαις. εφόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνδαλα τα ωραία, 550 κ' επήρε απ' το κατάστρωμα κοντάρι λογχοφόρο βαρύ• και τα πρυμόσχοινα ωστόσο εκείνοι ελύσαν, εξεκινήσαν κ' έπλεαν κατά την πόλι, ως είπε ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα. και αυτός γοργά προχώρησεν ως 'π' ηύρε την αυλή του, 555 όπ' ήσαν χοίροι αμέτρητοι δικοί του, κ' εξενύκτα σιμά τους ο καλός βοσκός, 'που αγάπα τους κυρίους.

Αν είσαι ανδρειωμένη Καιτο παλάτι πας γοργά, πριχού διαγείρη ο Ήλιος Και μπης ως μέσα αθώρητη καιτο χαμώι κατέβης, Πούνε τ' αθάνατο νερό που λούει το θείο κορμί του Κάθε βραδούλα πώρχεται κι' αυγή που ξεκινάει, Κι' αν πάρης μέσ' 'ς τα χέρια σου και βγης κι αράδα-αράδα. Τα βουβαμένα, τ' άλαλα τα μάρμαρα ραντίσης Και ιδής να λάβουνε ζωή, να κρίνουν να ξυπνήσουν, Τότε χαράεσένανε.

Όλο το βιος όσό 'φερε μες στα γοργά καράβια στην Τροίαπου έτσι η θάλασσα να θε τον πνίξει πρώτα! — 390 το δίνει, κι' απ' το πλούτος του σας βάζει κι' άλλο ακόμα· το τέρι όμως τ' απάρθενο του ξακουστού Μενέλα λέει δεν το δίνει . . . ωστόσο εμείς τον βιάζουμε, δε φταίμε.

Τότε απαντά ο πολύπειρος και θεϊκός Δυσσέας «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, όχι, δε θέλει το θυμό να σβύσει, μον πιο ακόμα αφρίζει και περιφρονάει τα δώρα σου κι' εσένα. Μόνος σουχαιρετίσματα σου στέλνεινα κοιτάξεις 680 πώς να γλυτώσεις το στρατό και τα γοργά καράβια, και φοβερίζει πως αφτός στη θάλασσα, άμα φέξει, θα ρήξει τα καλόθρονα καράβια και θα φύγει.

Αγάπης λόγια σπλαχνικά γοργά να σημαδέψη, Και με πουλάκι φτερωτό του φίλου να τα πέψη. Του φίλου του μοναχικού, και φίλου εμπιστεμένου, Ξενιτεμένου και πικρού, και παραπονεμένου.

Καιρό στεκότανε όρθιοςγιατί άμμο βρήκε εκεί βαθύως που τ' αλόγατά του τον κλώτσησαν και χάμου εκεί τον ξάπλωσαν στο χώμα, καθώς ο γιος του Νέστορα τα βάρεσε να τρέξουν, κι' έτσι τα πήγε ως στα γοργά των Αχαιών καράβια.

Εκ των γυναικών, αι μεν συνέλεξαν χαμόκλαδα και ήναψαν φωτιάν, διά να ψήσωσι καφέν και προσφέρωσιν εις τον ιερέα, αι δε έδρεψαν εκ των ευωδών θάμνων δέσμας σχοίνων και πριναρίων και φασκομηλεών, και συνέδεσαν προχείρως διά κλωστής σκούπας, και ήρχισαν γοργά και στρωτά να σκουπίζωσιν άλλαι το έδαφος του ναού, άλλαι το προαύλιον· ο ιερεύς απετέλεσε σκούπαν εκ δάφνης και μύρτου και δενδρολιβάνου, και εσάρωσε μόνος του το Θυσιαστήριον, και όλον το ιερόν βήμα.

Είπε, κι' αγρίκησε η θεά, η σεβαστή Παλλάδα. Κι' εκείνη πάει και συγυρνάει τα χρυσοστέφανα άτια, 720 η Ήρα η αρχιθέισσα, του Κρόνου η θυγατέρα. Κι' η Ήβα πέρασε γοργά στο σιδερένιο αξόνι, απ' τ' αμαξού τις δυο μεριές, τους στρογγυλούς χαλκένιους, τους οχτοδράχτινους τροχούς.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν