Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


ΔΩΓΚΑΝ Αν ήτο τρόπος την ψυχήν το πρόσωπον να δείχνη! Είχατον άνθρωπον αυτόν τυφλήν εμπιστοσύνην ! ΔΩΓΚΑΝ Το είχα βάροςτην καρδιάν ότι σου είμ' αγνώμων, Ξάδελφέ μου· αλλά συ τόσον γοργά πηγαίνεις, ώστ' όσον γρήγορα πτερά η Αμοιβή κι' αν έχη, να σε προφθάση δεν 'μπορεί!

Μόνε σα φτάσω μια φορά ως στα γοργά καράβια, 180 το νου σας! έχετε έτοιμη φωτιά, κι' εγώ τους κάνω στάχτη τα πλοία, κι' όλους τους σα γίδια τους παστρέβω182

Μα οι Αργίτες σαν ήρθαν στον Ελλήσποντο κι' ως στα γοργά καράβια, γύρω όλοι οι άλλοι σκόρπισαν, στο πλοίο του ο καθένας, μα του Πηλέα ο άξιος γιός τα θαρρετά συντρόφια δεν άφινε να διαλυθούν, παρά τους είπε πρώτα 5 «Συντρόφοι ακούστε αγαπητοί, γοργοί μου Μυρμιδόνες, τ' άτια μη λύστε απ' τα λουριά, μον έτσι λίγο ακόμα μ' αμάξια ας πάμε κι' άλογα να κλάψουμε μια στάλα τον Πάτροκλο μας· τι πρεσβιό αφτό 'ναι των νεκρώνε.

Ετρεμούλιαζε τα χυμερά της μαστάρια. Ανοιγόκλειε υγρά τα ματόκλαδά της, χάβνα, ηδονικά, λάγνα, λιγωμένα. Εχόρεβε, εχόρεβε, εχόρεβε. Έπαιρνε το πάλκο απάνω από τη μιαν άκρη στην άλλη. Με μικρά, κοντά, γοργά, ρυθμικά, χτυπητά στο πάτωμα πηδηματάκια. Έφτανε στην άκρη· απαντούσε τον τοίχο. Μια έδινε, ξαναμένη πάντα, βεργολυγερή πάντα, γοργή.

Είπε, κι' αγρίκησε η θεά, του Δία η θυγατέρα, κι' απ' του Ελύμπου με σπουδή κατέβηκε τις άκρες κι' ήρθε σε λίγο ως στα γοργά των Αχαιών καράβια Και το Δυσσέα βρήκε εκεί, άντρα σοφό σα Δία, πούστεκε δίχως τ' άφταστο καλόδετο καράβι 170 ν' αγγίζει, τι είχε στην καρδιά φαρμάκι και στα σπλάχνα.

Κ' εγώ μ' εκείνην την πανούκλαν θα χρίσω το σπαθί μου, και άμεσον θα φέρη τον θάνατον, και αν μόνον ξώδερμα τον πάρω. Τι θόρυβος; Έρχεται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Βασίλισσά μου, τι συμβαίνει; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Μια συμφορά πατεί κατάφτερνα την άλλην, τόσο έρχονται γοργά. — Λαέρτ', η αδελφή σου επνίγη. ΛΑΕΡΤΗΣ Επνίγη! Ω! πού;

Μην τριποδάτε οκνά κιας σας πικραίνει η λύπη, τι πρώτα αφτών τα γόνατα και πόδια θ' αποστάσουν πριν από σας, τι και των διο πια πέρασαν τα νιάτα445 Είπε, κι' αφτά λες τάσκιαξε η προσταγή τ' αφέντη και πήραν δρόμο, κι' έφτασαν τα μπροστινά σε λίγο. Και στο μεϊντάνι οι Δαναοί τριγύρω καθισμένοι ζητούσαν τα γοργά άλογα να δουν σα θα προβάλουν· κι' αφτά στον κάμπο δρόμιζαν κουρνιαχτοσκεπασμένα.

Κι' ο Πάτροκλος τους παραγιούς προστάζει και τις σκλάβες γοργά να στρώσουν μαλακό του Φοίνικα στρωσίδι· κι' αφτές την προσταγή τ' ακούν και του βολέβουν στρώμα660 προβιά, αντρομίδα, και λινό λεφτόφαντο σεντόνι. Εκεί πεσμένος πρόσμενε ο γέρος την αβγούλα.

Και χωρίς να πάρη το καπέλλο του έτρεξε στη σκάλα, την κατέβηκε γοργά και χάθηκε μέσα στον κήπο. Δεν πέρασε στιγμή και φάνηκε κάτω από μια καρποφορτωμένη μηλιά· Κρατούσε στα χέρια του την κόρη και την σήκωνε ψηλά για να του φτάση μήλα. Εκείνη έβαζε μικρά ξεφωνητά και γέλοια, πότε από χαρά και πότε από φόβο και σήκωνε τα χέρια με φανερή προσπάθεια, να φτάση το πιο καλόχυμο πωρικό.

Μα θωράει ο Επειγός τον άλλο που κοίταζε άνοιγμα να βρει, και παίρνοντας μια φόρα 690 του κοπανάει το μάγουλο, που άλλη γροθιά ν' αρπάξει δεν είχε ανάγκη, μόνε αφτού λες έγινε διο δίπλες. Τότες στα χέρια ο Επειγός τον σήκωσε, και κύκλω 695 τρέχουν οι φίλοι και γοργά τον βγάζουν απ' τη μέση ενώσερνε τα πόδια του κι' αίμας παχύ ξερνούσε με δίπλα κεφαλή γυρτή.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν