Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Κ' εγώ με λόγια μαλακά 'ς εκείνους απαντούσα• «το πλοίο πρώτ' ας σύρουμε 'ς την γη, και τ' άρμεν' όλα 'ς τα σπήλαια μέσ' ας θέσουμε, και ομού τα υπάρχοντά μας, κ' εσείς μαζή μου να 'λθετε μ' ασπούδα ετοιμασθήτε, 425 'ς της Κίρκης τ' άγια δώματα να ιδήτε τους συντρόφους, οπ' άκοπα φαγοποτούν, ότι έχουν αφθονία».
Διότι το μέρος τούτο, όπερ είναι εντός του πορθμού, περί του οποίου ομιλούμεν, φαίνεται μάλλον ότι είναι λιμήν έχων στενήν είσοδον, ενώ εκείνη είναι τω όντι ωκεα- νός. Και η γη η περιέχουσα αυτήν δύναται αληθέστατα να λέ- γηται Ήπειρος.
Ποίαι δε είναι αι βεβιασμέναι της ψυχής κινήσεις και ηρεμίαι, δεν είναι εύκολον να είπωμεν ουδέ κατ' εικασίαν, εάν θέλωμεν . Προσέτι δε, εάν η ψυχή κινήται άνω, είναι πυρ, εάν δε κάτω, είναι γη, διότι των σωμάτων τούτων αυταί είναι αι κινήσεις.
Είπε• 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν την επάνω 'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη σαν τους αέραις. κοντάρι επήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη, βαρύ, μεγάλο, στερεό, μ' αυτό δαμάζ' ηρώων 100 τα πλήθη, εις όσους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη• και από του Ολύμπου ταις κορφαίς εχύθη και κατέβη• κ' εις τ' Οδυσσηά τα πρόθυρα, μες την Ιθάκη, εστάθη εις το κατώφλι της αυλής, κ' εκράτει το κοντάρι, και ξένον, τον Μέντη, ώμοιαζε της Τάφου βασιλέα. 105 κ' ηύρεν εκεί τους ανδρικούς μνηστήραις, οπού τότε 'ς την θύρα εμπρός με τους πεσσούς ξεδίναν, καθισμένοι εις τα τομάρια των βωδιών, οπού 'χαν σφάξει εκείνοι. και οι κήρυκες και οι πρόθυμοι θεράποντες τριγύρω, άλλοι κρασί με το νερόν έσμιγαν 'ς τους κρατήραις, 110 ταις τράπεζαις άλλοι έπλεναν με ολότρυπα σφογγάρια, κ' εμπρός ταις 'βάζαν• κρέατα πολλά μοιράζαν άλλοι.
Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Ο Σωκράτης. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ε, Σωκράτη! Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Φώναξέ τον μόνος τώρα• δεν μου περισσεύει ώρα. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Σωκράτη! Σωκρατάκη μου! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Παρατηρώ τον ήλιον και αεροβατώ. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Α, τους θεούς περιφρονείς απ' το καλάθι αυτό, και όχι από τη γη — αν και....
Απ' το Ίλιο μ' έφερ' άνεμος 'ς την άκραν των Κικόνων, την Ίσμαρο• κ' εξέκαμα την πόλι και τους άνδραις• Και όσαις γυναίκαις πήραμε και πλούτη από την πόλι, 40 ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας. και τότ' εγώ να φύγουμεν εκείθ' ευθύς με βία παρακινούσα, αλλ' οι μωροί ν' ακούσουν δεν ήθελαν. και αυτού πίνονταν άδολο κρασί πολύ, κ' εσφάζαν 45 εις τ' ακρογιάλι αρνιά πολλά και στριφοπόδα βώδια. πήγαν ωστόσο οι Κίκονες τους Κίκοναις να κράξουν, γείτοναις, 'που πλειότεροι και ανδρειότεροι απ' εκείνους εκατοικούσαν 'ς την στερηά, και απ' τ' άλογα εγνωρίζαν να πολεμούν, ή και πεζοί, αν το 'θελεν η ανάγκη. 50 τόσ' ήλθαν, όσ' η άνοιξι φύλλα φυτρόνει και άνθη, πρωί• τότ' ήλθε του Διός μοίρα κακή κοντά μας των δύστυχων, όπ' έμελλε πολλά να φέρη πάθη. την μάχη στήσαν και άρχισαν προς τα γοργά καράβια, και απ' τα δυο μέρη ερρίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. 55 και όσ' ήτο αυγή και τ' άγιο φως αύξαινε της ημέρας, προς τους πολλούς τον πόλεμον κρατούσαμεν οι ολίγοι• αλλ' άμ' ο ήλιος έγερνεν, όταν τα βώδια λυώνται, τους Αχαιούς εσύντριψαν οι Κίκονες κ' εσπρώξαν. έξι ανδρειωμένοι σύντροφοι μέσ' από κάθε πλοίο 60 χάθηκαν και απ' τον θάνατον σωθήκαμεν οι άλλοι. θλιμμένοι εμπρός επλέαμεν, μακράν από τον χάρο πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. αλλά δεν μου ξεκίνησαν τα ισόμετρα καράβια, πριν τρεις φωνάξουμε φοραίς τους άμοιρους συντρόφους, 65 όσους 'ς τον κάμπον έστρωσαν τ' ακόντια των Κικόνων. και ο Δίας μας εσήκωσεν ο νεφελοσυνάκτης ζάλην φρικτήν απ' τον Βορηά, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα• κ' έτρεχαν επικέφαλα, και τα πανιά τους όλα 70 έσχισεν, ετετάρτιασεν η δύναμι του ανέμου, κάτω τα εσύραμεν ευθύς, μη μας καταποντίσουν, και λάμνοντας εφέραμεν εις την στερηά τα πλοία. ασάλευτοι αυτού μείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. 75 η τρίτη ως έλαμψεν αυγή, τα κάτασπρα πανία εις τα κατάρτια απλώσαμε, καθίσαμε και ωδήγαν τα πλοία μας ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις. και άβλαπτος τότε θα' φθανα 'ς την ποθητήν πατρίδα, αλλ' ως τον Μαληά γύριζα, το κύμα και το ρεύμα 80 και ο Βορηάς πολύ μακράν μ' έδιωξαν των Κυθήρων. κατόπιν άνεμοι κακοί μ' έδερναν εννηά 'μέραις, 'ς την ιχθυοφόρα θάλασσαν ήλθαμε την δεκάτη των Λωτοφάγων εις την γη, 'πώχουν τροφή τους άνθη.
Ότι δε το πάθος τούτο σώματός τινος προέρχεται εξ εγχύμου στοιχείου αυτού είναι φανερόν εκ των πραγμάτων, τα οποία έχουσιν οσμήν και εξ εκείνων τα οποία δεν έχουσι. Τω όντι, τα στοιχεία, ήτοι το πυρ, ο αήρ, το ύδωρ, η γη, είναι άοσμα, διότι και τα ξηρά και τα υγρά μέρη αυτών είναι άχυμα, εκτός εάν ανάμιξίς τις τα κάμνη να έχωσι χυμόν.
Σειώνταν η γη στο διάβα του, φουρτουνιασμένη μαύρη, Κι’ αχολογούσαν τρόγυρα λακκώματα και κόρφοι, Κι’ εκεί που γοργοδιάβαινε λακκές και μεσοβούνια, Ξέκοψε χίλια αγριόγιδα και τάκανε μια στάνη... Τα βόσκησε μες τους γκρεμούς και τάρμεξε στα πλάγια, Κι’ έβγαλε τ’ αγριοβούτυρο κι’ έπηξε τ’ αγριοτύρι.
Και ξεφώνιζε κι' άνοιγε την αγκαλιά της με άφατη χαρά, και ροβολούσε δύο-τρία βήματα, αλλ' ο καβαλλάρης εκείνος δεν είταν ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας, ούτε καν χωριανός της, γιατί, άμα ζύγονε προς το χωριό, έπαιρνε τον άλλον τον δρόμο, τραβώντας για ξένο χωριό, κι' η κάκω-Μήτραινα, χαρωπή-χαρωπή, έπαιρνε από κοντά με το βλέμμα της άλλον καβαλλάρη διαβάτη, για το Γιάννη της, όσο που κι' αυτός έπαιρνε άλλον δρόμο, και δεν έφευγε από τ' αγνάντια παρά όταν θόλονε, κι' άρχιζε να χύνεται το σκοτάδι με το σακκί απάνω στη γη.
Και τους φωνάζει να σταθούν μ' ασάλευτο ποδάρι· Και σκύφτει αδράζει από τη γη χοντρό βαρύ λιθάρι. Εκοντοστάθη· ετείναξε την παχουλή παλάμη, Κι' ανάγγασεν αλάθευτα την πέτρα ευθύς να δράμη 480 Με βογγυτό και σιουρισμό τα ίσια στο σημάδι, Που μάτιασε ο σκληρόκαρδος τον άξιον Παστρουμάδι, Μεγάλο αφεντόπουλο και νιο από τα χρόνια, Που των Μπακάκων έφερνε ζημιά και καταφρόνια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν