Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Τότε θαρθή περήφανο το γένος να χτυπήση Τη θύρα της Αγιάς Σοφιάς με του σπαθιού τη φούχτα, Τα σιδερένια μάνταλα, 'ς την προσταγή θα πέσουν, Κ' εκεί που τώρ' ανάσκελα, μ' ολόρθα δαγκανάρια Με το λαρύγγι διάπλατο, θρασομανάει και χάσκει Το μισοφέγγαρο χρυσό, σαν νάθελε με πείσμα Αφ' ου μας έφαγε τη γη, να πιη τον ουρανό μας, Ο Σταυρωμένος θα σταθή... Μην κλαις... είναι δική μας.
Ο Δημήτρης αμαθής χωρικός, ανατραφείς εις τον φόβον του Θεού και της θρησκείας τας παραδόσεις, εγνώριζεν αυτά εκ της αναγνώσεως του &Αμαρτωλών Σωτηρία&, προσφιλές και σύνηθες ανάγνωσμα των ανθρώπων της τάξεώς του κ' εκ παραδόσεων Πολλάκις είχεν ακούσει ότι εις τα πέριξ χωρία οι τάφοι εξήμουν τους νεκρούς των, ότι ιερείς καλούμενοι ανεγνώριζον αυτούς ως αφωρισμένους· οι χωρικοί επέμενον θάπτοντες αυτούς βαθύτερον αλλά και η γη εξήμει αυτούς επιμόνως αρνουμένη να τους δεχθή εις τους κόλπους της.
Εκ των ανωτέρω λόγων του Γεροστάθου ο συμμαθητής μας Αθανάσιος εξήγαγε το ακόλουθον συμπέρασμα — Λοιπόν δεν αρκεί ν' αγαπά τις τους γονείς του, και να έχη εκ φύσεως καλήν καρδίαν, διά να ευτυχήση. — Όχι βέβαια, απήντησεν ο Γεροστάθης, δεν αρκεί μόνον καλή γη διά να υπάρξη και καλός κήπος, απαιτείται και καλλιέργεια της καλής γης. Τούτο δε μας αποδεικνύει ο βίος του Ρωμαίου Κοριολάνου.
Και μάλλον από την αγωνίαν, παρά από τον καύσωνα, ο ιδρώς του κατέρρεεν εις μεγάλους θρόμβους από του μετώπου και των κροτάφων εις τον ταύρειον λαιμόν του. — Πάω να πιάσω δουλειά και πέφτω στη συλλογή και ξεχνώ τη δουλειά κι' όλο σένα συλλογούμαι και θέλω να σε 'δώ, ν' ακούσω τη φωνή σου γή σκιάς το χτύπο του πετάλου ταργαστηριού σου.
Είπε και την ετάραξε 'ς τα βάθη της καρδίας. 150 τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους• «Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, δεν ξεύρει εκείνος καθαρά• τον λόγο μου ν' ακούσης• αλάθευτο προμάντευμα θα ειπώ, δεν θα το κρύψω. μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, 155 και η γωνία, 'πώφθασα του άπταιστου Οδυσσέα, ο Οδυσσέας είν' εδώ 'ς την γη την πατρική του, είτε γυρίζ' ή κάθεται, και τα παράνομ' έργα τούτα ερευνά και όλων κακό φυτεύει των μνηστήρων. μαντικό γνώρισα πουλί, μέσ' από το καράβι, 160 κ' ευθύς προς τον Τηλέμαχο το εξήγησε η φωνή μου».
Θέριζαν τα γεννήματα, ξερρίζωναν τα δεντρικά, χάλαγαν τους ποτισώνες· άνοιγαν χαντάκια και κοσκίνιζαν χώματα. Όπου ριζιμιά πέτρα φουρνέλο· όπου χτίριο γκρέμισμα. Ένα μίσος άσπονδο έφερνε γύρω το χτήμα, ξεχώνιαζε τη γη κι αφάνιζε τα βλαστάρια της. — Τι οργή θεού! είπε ο Χαγάνος μ' απορία. Μην είν' ο Θεομίσητος κι άρχισε πάλε τα συνηθισμένα του.
Πώς γίνεται και ποία γη παράγει αυτό, δεν ηξεύρουσι να είπωσιν, εκτός μόνον εξ εικασίας λέγουσί τινες ότι παράγεται εις τα μέρη όπου ετράφη ο Διόνυσος· λέγουσι δε ότι μεγάλα όρνεα φέρουσι τα κάρφη, τα οποία ημείς μαθόντες από τους Φοίνικας καλούμεν κιννάμωμον· τα φέρουσι δε τα όρνεα ταύτα διά να κατασκευάσωσι τας φωλεάς των, αίτινες είναι εκ πηλού προσκεκολλημέναι εις όρη απόκρημνα όπου ουδεμία υπάρχει ανάβασης διά τον άνθρωπον.
Είταν ανοιχτή στο πρώτο βιβλίο του Μωυσή κι όταν τη ρώτησα τι διάβαζε, μου έδειξε μόνο τις δυο σειρές, που μου φαίνεται πως τις βλέπω ακόμα στην κάτω άκρη της σελίδας. Και διάβασα τα λόγια: «Κατηραμένη η γη ένεκα σού. Με πόνους να γεννάς τα τέκνα σου». — Δεν είναι φριχτό; μου είπε. Δε θυμούμαι να γέννησα με πόνους. Δεν το σκέφτηκα ποτέ.
Έλα, γλυκειά, ερωτική και μαυροφρείδα Νύκτα, ω! έλα, έλα νύκτα μου και δος μου τον Ρωμαίον! Κι αν αποθάνη, κόψε τον να κάμης αστεράκια· και τότ' η όψις τ' ουρανού θα ευμορφαίνη τόσον, που με την Νύκτα όλ' η γη θα ήν' ερωτευμένη, και πλέον δεν θα προσκυνή την λάμψιν του ηλίου. Ένα παλάτι μ' έλαχε του Έρωτος, κι’ ακόμη εγώ δεν το εχάρηκα· 'πουλήθηκα, πλην είμαι ανέγγικτη.
Χοντρά δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του, κατέβαιναν στο πηγούνι του που έτρεμε και σταγόνα σταγόνα έπεφταν στη γη. Ο Τζατσίντο τον περίμενε ξαπλωμένος μπροστά στην καλύβα. Μόλις τον είδε να ανεβαίνει με το καλάθι στο χέρι που φαινόταν να τον τραβάει προς τα κάτω παρόλο που ήταν άδειο, κατάλαβε πως τα ήξερε όλα. Τόσο το καλύτερο!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν