Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Άσε ν' ακούσης πρώτα, μωρέ παλιόγυφτα! Τα στοιχειά του Καβομαλιά είνε ξωτικά. Όποιον ερωτήσης στα Βάτικα την ίδια ιστορία θα σου ειπή. Είνε χρόνια τόρα· πάππου προς πάππου! Είδες σαν φτάνουμε ανάμεσα Τσιρίγου και Αλαφονησιού που φαίνονται κρεμασμένα στο βουνά τέσσεραπέντε χωριά; Είνε τα χωριά των Βατίκων. Και από αυτά το Φαρακλό είνε το μεγαλείτερο.

Πότε περιγράφει τα βάσανα του γέρου Επισκόπου που όρη και βουνά διάβαινε νανταμώση το Θεοδόσιο και να του ζητήση συχώρεση για την Αντιόχεια, πότε τη θλίψη του απελπισμένου λαού που γύρευε κι αυτός να πάρη τα όρη για να ξεγλυτώση από τη βασιλική οργή, και πότε πάλε παρασταίνει τη φρίκη του ο Χρυσόστομος θωρώντας στο Πραιτώριο ταδέρφια του να παιδεύουνται και να τυραννιούνται.

« Σε λίγαις 'μέραις 'κίνησα » Με τέσσαρες χιλιάδες, » Καιτου Χαϊδάρη τα βουνά » Όλο μανία φθάνω. » Βάνω σε τάξι τα παιδιά «'Κει, και τη θέσι πιάνω. » Γιατ' έρχονταν ο Κιουταχής . » Μ' όλο Αρβανιτάδες

Ο γιατρός σταναμεταξύ είχε βγάλει απ' την τσέπη του μια σύριγγα κ’ έκαιγε τη βελόνα της απάνω απ'το γυαλί της λάμπας. . . Πώς βρέθηκε το κουτί εδώ χάμω ; ρώτησε ο Νίκος τη Λιόλια- εγώ τόχα αφήσει απάνω στον κομμό ! Στεκόταν τώρα η Λιόλια ακκουμπησμένη στο κρεββάτι, άφωνη, και κύτταζε το γιατρό με μεγάλα μάτια, γεμάτα βαστηγμένα δάκρυα. . το στήθος της ανασηκωνόταν κάθε τόσο από ξέμακρα αναφυλλητά βουβά που της τρεμούλιαζαν το σαγόνι και το κάτω χείλι: έτσι αστράφτει πίσω απ' τα βουνά, ύστερ' από βροχή και κάποια βράδυα του καλοκαιριού, από αντάρες που δεν ακούς το βόγκο τους. -Νά, κυρ Γιατρέ, της δώσαμε απ’ αυτό το υπνωτικό σήμερα, μπας και την πείραξε; αρχινίσαμ' απ’ τα χτες: γιατί δεν κοιμόταν τη νύχτα ολότελα· ο γιατρός είπε πως το περισσότερο είν' η αγρύπνια που την αδυνατίζει και της τόγραψε. Αηδιές ! πολύ άσχημα. . είναι, βλέπεις, τώρα και το ναρκωτικό που τη βαστάει σ' αυτήν την θέση.

Ο μικρός ο ταξειδιότης, Οχ το βράσιμο της νιότης, Με γοργά πατήματά του Απηδάει οχ τη χαρά του. Και η γριά, οπού πηγαίνει Όχι καλοκαρδισμένη, Φρονιμώτερα πατάει, Και στο δρόμο τ' οδηγάει· Και το ήφερνε από στράτα, Και βουνά γγρεμούς γιομάτα, Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα, Ή νερού καθόλου ίκμάδα· Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν· Ολη μέρα άδια μνήσκουν· Και σαν πήρε το σκοτάδι, Νηστικά απερνάν το βράδυ.

Τα βουνά απέναντι και στο βάθος της κοιλάδας έμοιαζαν με ηφαίστεια: σύννεφα καπνού αυλακωμένα από ωχρές φλόγες κι έπειτα πίδακες γαλαζωπής λάβας και στήλες φωτιάς ανέβαιναν πέρα μακριά, από τη θάλασσα.

Θανάση, ξύπνα· κάτσε εκεί που πάντα συνειθίζεις Και το γλυκό σου πάρε μας, Θανάση, το τραγούδι, Οπού τ' ακούγουν τα βουνά και χαίρουν, καμαρώνουν, Τ αγρίμια κ' ημερεύουνε, τα δέντρα χαμπηλώνουν, Και χύνει μόσχο-ανασασμό του βράχου το λουλούδι Γιατί σε τέτοια συλλογή κάθε χαρά να πνίξης; Η λίμνη πώς σε καρτερή τα χείληα σου ν' ανοίξης!! Και τι γλυκότερο απ' αυτό!

Και τελειώνοντας τούτο το θηριώδες δείπνον, ανεχώρησεν υποκάτω εις μίαν καμάραν, και εκεί επλάγιασε διά να κοιμηθή· και όταν απεκοιμήθη ερόγχιζε τόσον δυνατά, που εφαίνετο ωσάν βροντές το ρόγχισμά του, και σχεδόν ηκούετο έως πενήντα μίλια δρόμον και εκοιμήθη έως την αυγήν έτσι ρογχίζοντας τόσον που αχολογούσαν όλα τα βουνά ολόγυρα.

Χρυσοβολούσε ολάκερο το δύσμα πέρα-πέρα Και τα λευκά τα σύννεφα, που κρέμονταν ψηλά του, Χρυσώθηκαν και γίνηκαν μια μάζα χρυσοφόρα, Ένα κομμάτι μάλαμμα, θεώρατο μεγάλο, Μ’ άμετρες χρυσοζωγραφιές, βουνά, νησιά και λίμνες, Και κάμπους κι’ ώμορφες αχτές, κι’ ολόχρυσα λιμάνια Οι ίσκιοι, εγιγαντεύανε κι’ απλόνονταν πελώριοι,

Επέρασα καλά τον ΚαβακάρσοΜάνη σωστή στο χώμα και τους ανθρώπους της· άφησα βουβή την Καπρέα· την Έλβα με τα ψηλά βουνά, τη Σπιανόζα δασωμένη, το Μοντεχρήστο ξερή και άχαρη πυραμίδα πίσω μου. Τόρα όμως κλαψομοίρης γέροντας άρχισε να ζαρώνη τα φρύδια του.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν