Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Να μεγαλώση, να την βρω 'ςτό ξέφωτο μια μέρα Να της ανοίξω την καρδιά και να τήνε φιλήσω ... Σήμερα που την εύρηκα ναρχέται από τη βρύσι Και της εγύρεψα φιλί 'ςτά μαύρα της τα μάτια, Εκείνη μου τ' αρνήθηκε, και μούπε αλλού να στρέψω, Γιατί την έχ' η μάνα της μικρούλ' αλλού ταμμένη ... Γι' αυτό θα πάρω τα βουνά, θα πάω να γίνω κλέφτης, Κ' εγώ, που την αγάπησα, εγώ θα να την πάρω.

Στα ξένα καιστα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώπερνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι σαν κι αυτό το χωριουδάκι. Στης Δέσπως. Χαγιάτι. Φώτα αναμμένα. Παίζουν τα παιχνίδια. ΔΕΣΠΩ, ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ Μην το λυπάστε, παιδιά, το κρασί. Πλημμύρα το κρασί, και χαλάζι το μάλαμα! Μάννα, η νύφη, η νύφη να βγη να κεράση πάλε.

Και ο Κρίτων είπεν· Αλλ' εγώ νομίζω, ω Σώκρατες, ότι είναι ακόμη ήλιος επάνω εις τα βουνά και ακόμη δεν έχει βασιλεύσει· και συγχρόνως ηξεύρω και άλλους, οι οποίοι το πίνουν πολύ αργά, αφ' ού δοθή εις αυτούς η παραγγελία και αφ' ού δειπνήσουν και πίουν πολύ καλά και μερικοί μάλιστα αφ' ού συνευρεθούν με εκείνους, τους οποίους ήθελον επιθυμήσει· αλλά διόλου μη βιάζησαι, διότι υπάρχει ακόμη καιρός.

Έλα, μωρή, πιο κοντά, γιατί κ' οι τοίχοι αυτιάζουνται. Ο Στεφανής μωρή είνε, ο Στεφανής, ο Στεφανής! Περμ. Στα όρη, στα βουνά, και στα κλαδιά, και στα ξερά τα δέντρα! Και με ποιάνα! Πιπ. Να! εκεί που στέκουμουν απόψε και θέμιαζ' από το παράθυρο, γυρίζω, και τι να δω εκειδά κατά το περιβόλι της Κερά Δέσπως! Το Στεφανή μας κ' έκοβε βόλτες απέξω!

Όταν ανθίζ' η αγράμπελη κι' απλώνει τα κλαδιά της 'Στό σχοίνο, στο χαμόδενδρο, στου πεύκου τα κλωνάρια, Στα ρέμματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου, Κι' αγέραν, κάμπους και βουνά, την πλάση πέρα ως πέρα Γιομόζει από μοσχοβολιά με τον ανασασμό της.

Κ' όταν από το σπήτι μας εκείνο το μικρούλι Μώδειξε η μάνα τα βουνά του Πίνδου και το Σούλι, Ταις ανοιξιάτικαις βραδειαίς 'σάν τώρα, με φεγγάρι Που αποσταμένη έγερνε αυτήτο μαξυλάρι, 'Σ το παραθύρι μας εγώ με 'ξάγρυπνα τα 'μάτια Κύταζα πέρα τα βουνά, των κλέφτων τα παλάτια, Κι' αγάλιαζα βαθηάβαθηά οπού 'σάν θείο χέρι Το μυρωμένο τους λεπτό με χάιδευε αγέρι.

Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι. — Ο αέρας τρέμει.... του είπα. Νοιώθεις τον αέρα που τρέμει τώρα; — Ναι. Και τα δένδρα. Βλέπεις τα δένδρα; — Τα βλέπω. Και τα σύννεφα απάνω. — Και τα σύννεφα, Θεέ μου! — Βλέπεις τα μακρυνά βουνά; — Βλέπω. Ένας σεισμός τα ταράζει. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι, σαν βογγητό ανέμου μέσα στο πένθος του δάσους. — Ο άνεμος κλαίει; — Όχι.

Κ' έχει αποκάτω του τη μεγάλη και παλιά καταβόθρα της λίμνης τη Βοϊνίκοβα, οπού χάνονται τα νερά που τόνε κινούν. Την άνοιξη όμως και το καλοκαίρι μονάχα δουλεύει, κι αλέθει τα γεννήματα των γύρωθε χωριών του κάμπου, γιατί το χινόπωρο και το χειμώνα από τες πολλές βροχές κι από τα χιονόνερα που λυόνουν στα βουνά και κατεβαίνουν στους κάμπους πλημμυρίζ' η λίμνη και τον αποσκεπάζει ολότελα.

Χάμου μια χρυσοπλημμύρα, θάλεγες, μια χρυσοπλημμύρα ψηλά, μια χρυσοπλημμύρα γύρω στα βουνά τα φουντωμένα από δέντρα με χρυσοκόκκινα ξερά φύλλα. Χρυσάφι από ξερόφυλλα, χάμου, ολόγυρα, ψηλά, πέρα, πιο πέρα ακόμα, ως εκεί που έβλεπε το μάτι μέσ' απ' τις κουφάλες και τους κορμούς των πλατανιών.

« Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου. » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να καβαλλάη τα θεριά, να πιάνη τα λιοντάρια, » Να ξελακκόνη τα βουνά και να τ’ αναμοχλεύη. » Και μες στ’ αναμοχλέματα ποτάμια να γυρίζη;

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν