United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ λέω να μας φέρης κι άλλο κρασί, Φωτεινή, της κάνει ο Προεστός, γιατί του φίλου μας το λαρύγγι έχει να δουλέψη. Ήρθε το κρασί, κι αρχίζει ο Σφακιανός. — Είταν αποφασισμένος ο πασάς, καθώς ξέρετε, να μας βάλη κάτω. Τρυγητή μήνα ξεκινάει με τη μερμηγκιά του κατά τον Ασκυφό. Πού να το σταματήσης τέτοιο κακό! Έπιασαν οι δικοί μας τα δυτικά τα βουνά.

Και θνητός άνθρωπος δεν ηδύνατο ν' αναβή εκεί, ουδέ να καταβή, εκτός αν ήτον ουρανοπετής. «Ουδέ κεν αμβαίη βροτός ανήρ, ου καταβαίη». Και τ' άντρα τριγύρω εφύσων ως κινύραι της νυκτός εις το σκότος, κ' η ηχώ έμελπε τους στρυφνούς διφορουμένους χρησμούς της. «Εθέλω ειπείν τιτι; — Λέξον ως &ερώ& — ερώ». Και τα άστρα κατέφεγγον όλην την κοιλάδα, ως αφιερωμένα, και .... ο γαλαξίας, κ' η Πήχη, και η Πούλια, και τ' Αμάξι, και οι δύο Αδελφοί, οπού τελευταίοι εβασίλευον πέραν εκεί, εις τα καταμέλανα βουνά της Στερεάς, εις τα ανάβαθρον του ουρανού, το Πήλιον.

Και σμιγμένο με το καθάριο, με το γάργαρο του λαμπρού ουρανού τ' ώμορφο εκείνο φως της ύστατης αντηλιάδας, τα δυο μαζί, παρουσιάζαν ένα είδος φανταστικό φως, μιαν απερίγραφτη λάμψη, πώλεγες ότ' είνε το φως τ' αθάνατο κ' η λάμψη η ιερή που περιχύνει η δόξα τα ηρωικά τούτα και τιμημένα βουνά.

Εγώ αυτόν τον Βούδδα τον εκτιμώ πολύ... τι άνθρωπος τωόντι και ποία κεφαλή ! Αν κι' ήτο Βασιλέως κραταιοτάτου θρέμμα εμούντζωσε τον θρόνον, εμούντζωσε το στέμμα, και τα βουνά επήρε με ιεράν μανίαν κι' εδίδασκε τον κόσμον αγάπην αιωνίαν.

Έτσι λοιπόν ήτο η πεδιάς εκ φύσεως και χάρις εις τας εργασίας πολλών βασιλέων εις το διάστημα πολλού καιρού. Εδέχετο όλα τα ρεύματα των νερών, τα οποία κατέβαινον από τα βουνά, περιεκύκλωνε την πεδιάδα, έφθανεν από το έν και από το άλλο μέρος την πόλιν και επροχώρει και τα έχυνεν εις την θάλασσαν.

Κι' αν πάψω εγώ τον αργαλειό, κι' αν πάψω το τραγούδι, Ποιος θα μου υφάνη τα προικιά και τα μεταξωτά μου; — Εγώ θα βάλω γλήγορα υφάντραις να τα υφάνονν. Εγώ θα στείλω προξενιά, γυναίκα να σε πάρω. Του παλατιού βασίλισσα, κυρά μου να σε κάμω. — Του ποιου ν' το συμπεθεριακό, του ποιου 'ν' αυτό το ψίκι Που κατεβαίνει απ' τα βουνά πεζούρα και καββάλλα Με τα ψιλά τα φλάμπουρα, με τα διπλά παιγνίδια.

Διότι το γένος το οποίον απέμενε κάθε φοράν, καθώς είπομεν και πρωτύτερα , απέμενεν εις τα βουνά και αγράμματον, και είχεν ακούση μόνον τα ονόματα των κυριαρχών του τόπου, και εκτός τούτου ολίγα μόνον από τα έργα των.

Μπράβο του μαστρο-Γιαννιού, την κατάφερε, είπε· κέρασέ τον ένα ρακί! Και έρριψε μίαν πεντάραν εις το τραπέζι. Δυστυχισμένη χρονιά εκείνη. Δύο χιλιάδες γίδια και πρόβατα είχαν ψοφήσει από τα ολίγα κοπάδια της μικράς νήσου, μέσα εις τα χειμάδια των ποιμένων και βοσκών, από το τρομερόν ψύχος, από τα χιόνια τα πρώιμα, όπου εσκέπασαν τους λόγγους και τα βουνά, έως τους βουβώνας, το ύψος.

Ο νέος έλαβε την τόλμην να την παρακαλέση·Πώς το έλεγες εκείνο το τραγούδι, που τραγουδείς κάποτε; — Ποιο τραγούδι; — Το τραγούδι... που λέει για πανιά, για τιμόνι... και για τα πέρα βουνά, εψέλλισεν ο νέος. Και πάραυτα ήρχισε μετά τρυφεράς μεσοφωνίας, μετά ψιθύρου παθητικού τόνου να υποτερετίζη: Πότε θα κάμωμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι, να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι!

Εδώ βογγάει ο ποταμός σα στοιχιό και χτυπάει από 'να βράχο σ' άλλονε τ' αφρισμένα νερά του. Λίγες λεύκες χιλιόχρονες στολίζουν τους όχτους του. Δεξιά και ζερβιά τα βουνά σηκώνονται μεσουρανής ορθά και κατάκρημνα, όλο στεφάνια και ζωνάρια σπαρμένα με αγριοπρίναρα. Ζερβιά μεριά στάθηκε ο Φώτος με τάλογο για να καρτερέση.