Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Κάτω στο βάθος είχε αφήσει τον τόπο όπου έκανε το έγκλημα, επάνω, προς τα βουνά, ήταν ο τόπος της μετάνοιας. Ο καιρός ήταν καλός∙ οι κοιλάδες είχαν κιόλας χορταριάσει και οι βίγκες άνθιζαν σαν μάτια χαμογελαστών παιδιών. Ένα δίχτυ από ρυάκια γυάλιζε ανάμεσα στο πράσινο στις κατηφοριές και το ποτάμι μουρμούριζε ανάμεσα στα σκλήθρα.
Περιβολάρης θα γενώ να σκαλίζω τα χώματα, βοσκός να βόσκω τα ζωντανά πάνω στα βουνά, πραμματευτής να τριγυρνάω στις γειτονιές. Φτάνει μου να βλέπω την αγάπη μου, το Μυγδαλιώ, να χαίρωνται τα μάτια μου, ως να πεθάνω». Το κορίτσι κοκκίνησε, που λες, μα δεν είπε λόγο. Μήτε κ' η παπαδιά. Στραβομουριάσανε κ' οι δυο τους.
Έπρεπε, 'σάν τον έλατο τρανός, να ζήσω τώρα Πέρα 'ς εκείνα τα βουνά, 'ς τη σκλαβωμένη χώρα, Και όχι 'σάν τον ταπεινό το μαύρο κυπαρίσσι, Τώρα να ζω καλόγηρος 'ς αυτό το 'ρημοκκλήσι... Ποιος ήμουν...και ποιος έγεινα! — Και πάλι ο γέρως πάλι Έσκυψε πάλι κλαίγοντας 'ς το βράχο το κεφάλι. ς'. Ποιος ήταν και ποιος έγεινε; Ήταν απ' τ' άγιο χώμα.
— Καλή ψυχή, πατέρα. — Όλα είν' υφάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι Και το καϋμένο το κρασί όλα τα θεμελιώνει, — Βύζαξε ακόμα μια βολά. — Ε, 'ς την υγειά σας πάλι Και να μας ζήση ο τσέλιγγας ν' αξαίνουν η κοπές του. Α! η γέρικ' η ψυχούλα μου μπροστέλεψε μια ψίχα, Όλο κι' αναθερμαίνουμαι. — Βύζα την τσίτσα, βύζα. — Τι χιόνια τώρ' απανωτά να στοίβασε ο χειμώνας 'Σ τα ξάρημά μας τα βουνά!
Είχε την απαλάμη του διανοιγμένη στο πρόσωπό του απάνου, σα να φασκελωνόταν μοναχός του!.. — Ξαφνικό μεγάλο!.. — Η καψο-Λιακού επαραλόησε, ακούς. Επήρε τα βουνά ζουρλή η μάβρη, και τρέχει πίσωθέ της το χωριό, να την πιάσουν μην πέση πουθενά και γκρεμιστή, κι ακόμα να την πιάσουν, συφορά της!..
Βουνά του νησιού, γελαστά και χαριτωμένα. Λες κ' η φύση τα χαδεύει, κι αυτά ραχατεύουν. Νυσταγμένα κι αυτά, ξέννοιαστα και βαριά. Μήτ' ένας στεναγμός δεν ταράζει τον ύπνο τους! Χύνε το φως σου, φεγγάρι μου, μέσα στο μαγευτικό αυτό κοιμητήριο! Ας κοιμούνται οι άλλοι. Σώνει που σε θωρούν και σε καμαρώνουνε τρεις. Οι δυο μας, κ' ένας Θεός. Συνηθισμένο είσαι από τέτοια άδοξη δόξα.
Σύγνεφα μεγάλα, σταχτιά σαν βουνά αθάλης με χοντρά ισκιόφωτα, με λαγκαδιές πυκνοντυμένες, μ' εξογκώματα εδώ που άστραφτε το αφράτο μάρμαρο, με κορυφές εκεί ψιλοπελεκημένες που έλαμπε το χρυσοβαμμένο κρύσταλλο, εδώ με ποτάμια πλατιά και κόκκινα, εκεί με καταρράχτες ψηλούς, ασημόχυτους, έφραζαν από άκρη σε άκρη της δύσις τα ουρανοθέμελα.
Όταν ο Απρίλης έχυσε τα χνώτα τα ζεστά του Κι' ο Πίνδος ξεφορτώθηκε τα χιόνια τα πολλά του, Ανέβηκαν και 'ς τα βουνά τα Τούρκικα σ' ασκέρια Και πήραν σβάρνα τα χωριά για κλέφτικα λημέρια. Η Καλαρύταις χάλασαν, και το Συρράκου αντάμα, Και του Μεσολογγιού κ' εδώ ακούσθηκε το κλάμα. Όσοι γλυτώσαν έφυγαν γυμνοί και τρομαγμένοι Προς των Τζουμέρκων τα βουνά.
Ο ποιητής αφού πρόκειται να περιγράψη ή εξυμνήση τον αγροτικόν βίον δέον να είνε εις θέσιν να θαυμάση τα βουνά, τας κοιλάδας, τους ποταμούς, τους δρυμούς, τα νερά τα ηχηρώς κατερχόμενα εις τας χαράδρας, τους σπειρομένους αγρούς, τα τραγούδια του λαού, τον βίον, τα ήθη και έθιμα του Ελληνικού λαού διότι εάν δεν δύναται να εννοήση ταύτα, εάν δεν δύναται να τα αισθανθή, να συγκινηθή εξ αυτών, αδυνατεί και να τα περιγράψη.
Η Παναγιά να τη δυναμώνη τη δόλια, να μην της έρθη και τίποτις. Από πού ξεφύτρωσες εσύ τώρα! Να μην τάφερες τάλογα από κανένα χωριό; Κερ. Τι χωριό και τι ξεχωριό! Οληνυχτής ταξίδευα με το φεγγαράκι. Πρι να προβάλη ο ήλιος ξεκίνησ' από τη χώρα, και να 'μαι τώρα. Αμέ τι θαρρείς; Έτσι μονάχα, θα γίνεται γάμος και γω θα γυρίζω \ μες στα βουνά; Γαρουφ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν