United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γυναίκα του αρχηγού των κλεφτών έλαβεν ευσπλαγχνίαν εις εμέ, και ήλθε προς το βράδυ και με έλυσεν από το δένδρον, και δίδοντάς μου ένα παλαιόν φόρεμα και καμπόσον ψωμί μου είπε· πιάσε τούτην την στράταν και φεύγα το συντομώτερον, διατί σαν γυρίση ο άνδρας μου θέλει σε φονεύσει. Εγώ ευχαρίστησα την ευεργέτιδά μου και μισεύοντας επεριπάτησα όλην την νύκτα χωρίς να χάσω την οδόν που μου έδειξε.

Τώδειχνε η μάνα του συχνά συχνά τα κορφοβούνια Και των κλεφτών τ' αράδειαζε τα έργα. Καιτην κούνια Ακόμα που τον βύζανε μικρό 'σάν τ' Αγγελούδια Τον ύπνο του νανούριζε με κλέφτικα τραγούδια. Χαράτο τέτοιο το παιδί που έτσι μεγαλώνει! Αξίζει η πατρίδα του για να το καμαρώνη. Από μικρούθε 'ςτ' άρματα συνήθεισε το χέρι, Κι' όταν λεβέντης έγεινε ήταν αετός-ξεφτέρι.

Οι θησαυροί των Βενετών, των Τούρκων, τα λάφυρα των Ελλήνων κλεφτών, όσοι είχον πατήσει κατά καιρούς τον πόδα εις την μικράν νήσον, την γενομένην πολλάκις ορμητήριον πολέμων και εκστρατειών και ούσαν αληθή δρόμον μεταξύ Κασσάνδρας, Ολύμπου και Άσπρης Θάλασσας, εφημίζοντο πόρρωθεν ως κεκρυμμένοι εις άγνωστα άντρα και υπόγεια του Κάστρου και όλης της νήσου.

Ενώ αυτός ο υψηλός παλληκαράς, από μιας ήδη ώρας δεν έκαμνεν άλλο παρά να κατακρίνη, να χλευάζη μάλλον τους ληστάς, τους οποίους ο Χειμάρρας εγνώριζε πολύ καλά κ εύρισκε κατά πολλά αξίους διαδόχους των προ της επαναστάσεως κλεφτών, τους οποίους υμνεί ακόμη ο λαός και απαθανατίζει η παράδοσις.

Μεταξύ των παλαιοτέρων κλεφτών αναφέρονται πολλοί οι οποίοι, άθυμοι πάντοτε και μελαγχολικοί ανελάμβαναν ευθύς την ευθυμίαν και την χάριν των μόλις ωσφραίνοντο πυρίτιδα και ήκουον σφαίραν συρίζουσαν πλησίον των. Ο Οδυσσεύς ηδυνήθη προσδεδεμένος εις τον ιστόν της νηός του ν' ακούση ατάραχος το άσμα των Σειρήνων.

Ο Καραϊσκάκης επέστρεφεν εις τ' απρόσιτα βουνά του· μόνον το ιππικόν του Χατζηχρήστου παρέμενεν εις τους πρόποδας του Ζυγού γαύρον επί των εντόνων ίππων του και συνωφρυωμένον υπό τα βαρέα ταραμπουλούκια της κεφαλής, της ενδυμασίας και του οπλισμού τον ποικίλον κόσμον, προτείνον τα μακρά κοντάρια με τα χρωματιστά φλάμπουρά των, ως Μακεδονική φάλαγξ τας λαμπράς σαρίσσας της, έτοιμον να ματαιώση ενδεχομένην καταδίωξιν των Αλβανών· οι φυγάδες στρατιώται του Κιουταχή στεγνοί εκ του φόβου, επανήρχοντο εις τας τάξεις των και μόνον οι Τόσκοι μετά των κλεφτών εξηκολούθουν ακόμη λυσσωδώς αγωνιζόμενοι.

Όταν ηθέλησαν να τον αναβιβάσουν εις το ικρίωμα ευρέθη νεκρός εκ φόβου. Το πλήθος όμως επέμεινεν εν βοή να κοπή και εκαρατομήθη νεκρός, όπως ήτο. Εξ άλλου οι λησταί συνεχίζουν τρόπον τινά την παράδοσιν των κλεφτών και υποκλέπτουν την δόξαν εκείνων εν τη συνειδήσει των απλοϊκών.

Και, όλον τον καιρόν ύστερον εξηκολούθησε να κάμνη μάγια, μάγια εναντίον των κλεφτών, και να φέρνη εις αυτούς πολλά «κεσσάτια», ώστε πουθενά πλέον δεν υπήρχε πλιάτσικοεωσότου, έδωκεν ο Θεός και ησύχασαν τα πράγματα, και ο Σουλτάνος Μαχμούτ εχάρισε, καθώς λέγουν, τα «Διαβολονήσια» εις την Ελλάδα, κ' έκτοτε έπαυσαν να είναι ασύδοτα.

Το καρυοφύλλι του Σπαθόγιαννου! είπε, στραφείς προς τους συντρόφους του. Και ως να του έβαλαν πτερά εις τους πόδας, ο νεαρός αρματωλός ετράπη ακράτητος προς το μέρος όθεν ήρχετο η εκπυρσοκρότησις. Τω όντι εκεί συνεκροτείτο πεισματώδης αγών μεταξύ των Τόσκων κ' ευαρίθμων κλεφτών.

Όσον απέχει ο σήμερον Γαλάτης των αλευροπάστων Μαρκησίων της εν Βερσαλλίαις αυλής, ων εσχατόγηρά τινα λείψανα ζώσιν εισέτι, τόσον και ο συνταγματικός Έλλην των αρματωλών του Αλήπασα και των κλεφτών του Ολύμπου. Μετά της ενδυμασίας, των αισθημάτων και των εθίμων συνεμετεβλήθη εν τη Δύσει και της ποιήσεως το ιδανικόν.