United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γελούν λοιπόν και τ' άψυχα μαζί του; Έσκυψε με θυμό, άδραξε το κλειδί, τόβαλε στην κλειδαρότρυπα, άνοιξε. — Μητέρα! φώναξε με ολότρεμη φωνή. Έτρεξε στην κρεββατοκάμαρα, στη σάλα, στο δωμάτιό του, στο μαγεριό. Κατέβηκε τρεχάτος στο κατώι, έψαξε στην αυλή, στο κοτέτσι. — Μάννα! ξαναφώναξε δυνατώτερα. Πουθενά απόκριση. Τον έπιασε αποκαρωμάρα.

Κάθισε με εγκαρτέρηση και έστρεψε πάλι το βλέμμα στα χέρια του και ο ντον Πρέντου, ενώ είχε στραμμένη την προσοχή του προς την αυλή μήπως και στήσουν αυτί οι υπηρέτριες, τον ρώτησε χαμηλόφωνα: «Πες μου, πώς πάνε οι δουλειές των ξαδελφάδων μου.» Ο Έφις ανασήκωσε το βλέμμα κι έπειτα το ξαναχαμήλωσε αμέσως.

Δεν είχες τότε καμμία χάρι, δεν είχες λούσα αρχοντικά, εφωτιζόσουν με το φεγγάρι, κι' όχι με φώτα ηλεκτρικά. Πώς ήσαν όλα απλά και σκέτα! ούτ' η Αυλή μας ποτέ σ' ετίμα, Λασσάλ δεν είχες και οπερέτα . . . για μουσική μας ήτο το κύμα. Τι ησυχία και τι ψαράδες! κ' ήμουν ακόμη παιδί τρελλό, ήτο χαρά μου η αχιβάδες, κι' επερπατούσα γιαλό γιαλό.

Λοιπόν, αυτή τη χρονιά, ο Βασιληάς έστειλε στο Τινταγκέλ, για να φέρη την παραγγελία του, ένα γίγαντα ιππότη, τον Μόρχολτ που είχε πάρει την αδελφή του γυναίκα και βασίλισσα. Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να νικήση τον Μόρχολτ σε μονομαχία. Αλλά ο Βασιλιάς Μάρκος με σφραγισμένα γράμματα είχε συγκαλέσει στην Αυλή του όλους τους βαρώνους του τόπου του, για να πάρη τη συμβουλή τους.

Η μαμή επέμενε όσο ζούσε ότι ήταν παραίσθηση του πυρετού∙ όπως είναι γνωστό όμως, τα έλεγε όλα αυτά για να κρατήσει η Καλίνα το μυστικό. Τα νομίσματα στο μεταξύ αυγάτιζαν: αυγάτιζαν κάθε χρόνο και περισσότερο όπως τα ρόδια που έβλεπε εκείνη πράσινα και κόκκινα εκεί κάτω, τριγύρω στην αυλή του ντον Πρέντου Πιντόρ.

Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πετάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα, σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και βγήκε σαν ήσκιος απ' την πόρτα. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος και μονάχος κι' αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι, στην αυλή του μοναστηριού.

Μέσ' 'ςτά κατώγεια τα βαθηά σαν μόσχο να το κρύψω, Να το φυλάξω ολάκεραις χρονιαίς, ακέρηους μήνες, Ως που ν' αρθή μιαν άνοιξι, ναρθή ένα καλοκαίρι, Να γύρη από τη μακρυνή την ξενητειά ο καλός μου. Να κατεβώ μέσ' ςτήν αυλή, να πιάκω τ' άλογό του. Να τον φιλήσω αγκαλιαστά 'ςτά μάτια και 'ςτό στόμα, Να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ' αθάνατο κρασί σου, Της ξενητειάς τα βάσανα να πάν', να τα ξεχάση.

Αυτά 'πεν ο Τηλέμαχος· κ' η Αθήνητους μνηστήραις 345 γέννησε γέλωτ' άσβυστον, και εσκότισε τον νουν των· και με σαγόνι' αλλότρια γελούσαν ήδη εκείνοι και κρέατ' αιματόβρεκτα μασσούσαν, κ' εγεμίσαν δάκρυα τα μάτια, και οδυρμούς προέβλεπε η ψυχή τους. τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενοςεκείνους· 350 «Α! δύστυχοι! ποια συμφορά σας ηύρε; μαύρη νύκτα ταις κεφαλαίς, τα πρόσωπα, τα γόνατα, σας ζώνει· άναψε ο θρήνος, δάκρυατα μάγουλά σας ρέουν, και τα λαμπρά μεσόστυλα και οι τοίχοι στάζουν αίμα. πρόθυρο, αυλή, σκιαίς νεκρών γεμίσαν κινημέναις 355 κατά το ανήλιον Έρεβος· ο ήλιος εσβύσθητον ουρανό, και απλώθη αυτού γύρω κακή μαυρίλα».

Α, αν τα κατάφερνε! Θα εκδικούνταν έτσι την Γκριζέντα, που ήθελε τον ξένο όλον για τον εαυτό της. Η Γκριζέντα με τη σειρά της φαινόταν αναστατωμένη από την άφιξη του ντον Πρέντου. «Αυτός, θα δείτε», είπε χαμηλόφωνα στον Τζατσίντο την ώρα που διέσχιζαν την αυλή, «αυτός, ο θείος σας, είναι από τους ανθρώπους που γλεντάνε και ξοδεύουν στα πανηγύρια. Δε μελαγχολεί όπως εσείς!

Ήτο τετράγωνον παλαιόν οικοδόμημα με παράθυρα μικρά, θύρας δρυίνους, μαρμαρίνας ελικοειδείς κλίμακας και μακρούς διαδρόμους. Αυλή ευρεία, λιθόστρωτος, με μαρμαρίνας βρύσεις, παριστώσας δράκοντας και γοργόνας ετοίμους να ορμήσουν κατά τινος, ήτο εις τα έμπροσθεν αυτού, όπισθεν δε και εις τα πλάγια σύσκιος κήπος και πέραν παρθένον, σχεδόν αδιέξοδον δάσος.