Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Νωθρές κότες που τσιμπιόντουσαν κάτω από τα φτερά τους, ζωηρά γατάκια που κυνηγούσαν ροδαλά γουρουνάκια, περιστέρια λευκά και γλαυκά, ένα γαϊδούρι δεμένο σ’ έναν πάσαλο και τα χελιδόνια στον αέρα έδιναν στην αυλή την όψη της Κιβωτού του Νώε.

Μα το σπίτι δεν έδειχνε καθόλου πως είχε λείψανο. Τα πορτοπαρέθυρά του ήταν ορθάνοιχτα και μπαινόβγαινε ο ήλιος σα χρυσοφορεμένος γαμπρός. Στην αυλή μελισσολόι ο κόσμος· ντόπιοι και ξένοι ανάκατα. Γιατί μέσα στο χωριό και στ' άλλα περίγυρα δεν ήταν άνθρωπος που να μην ήξερε την κυρά Πανώρια. Άλλος απ' ακουή κι άλλος από ιδεί όλοι την ήξεραν κι όλοι τη λάτρευαν.

Η Μαριανθούλα, η μοσχαναθρεμμένη μοναχαγγονιά της γριάς, άμα ήκουσε τα κυπριά των γιδιών, που έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, έτρεξε σαν αστραπή, κατεβαίνοντας τες σκάλες, κι' ανακατεύτηκε με το καλοβοσκημένο κοπάδι, για να ιδή τα νιογέννητα κατσικάκια, που είχαν γεννηθή εκείνη την ημέρα στο λόγγο, κι' ενώ το πιστικόπουλο απολούσε τ' άλλα τα κατσίκια από τον τσάρκο, για να βυζάξουν τα καημένα, αυτή άρπαξε ένα-ένα τα τρία νιογέννητα κατσικάκια και τα κουβάλησε ψηλά στη βάβω της, με γέλοια και με χαρές, για να ιδή κι' εκείνη και να χαρή.

Διασχίζοντας τη μεγάλη αυλή, όπου έλαμπαν κάτω από το φεγγάρι φαρδιές κρεβατίνες από καλάμια πάνω στις οποίες την ημέρα ξέραιναν τα όσπρια και τώρα ήταν σκεπασμένες από ψάθες καμωμένες με βούρλα, ο Τζατσίντο διέκρινε την ογκώδη φιγούρα του θείου του και την λεπτή του Μιλέζου, ακίνητες εμπρός στο χρυσαφί φόντο μιας πόρτας με στοά μπροστά.

Μιλούσαν κ' οι τρεις τους σα ν' αρραβωνιάστηκε η Ελένη... Όλα τα καλά της ιστορήθηκαν, όλες οι μορφιές της, ως και τα παλιά της τα πάθια. Δεν μπορούσα πια να βαστάξω. Σηκώθηκα και βγήκα στην αυλή. Άνοιξα τη θύρα, πήρα τα μάτια μου, κ' έφυγα. Πού πήγαινα δεν ήξερα. Μ' έβγαλε ο δρόμος στον Ανεμόμυλο. Ανέβηκα το βουναράκι.

Δύο πύλας είχεν η ευρεία αυλή, την μεγάλην και την μικράν. Και τας δύο τας είχε κλείσει επανειλημμένως η Γιαννού με τον μοχλόν, ή με τον μάνδαλον, ελπίζουσα να εύρη ησυχίαν· κ' αι δύο ευρίσκοντο μετ' ολίγον ανοικταί εκάστοτε· τούτο διότι και οι ένοικοι ελάμβαναν συχνά ανάγκην να εισέλθουν ή να εξέλθουν, και άλλοι εκτός των παιδίων έξωθεν ήρχοντο, συγγενείς ή φίλοι της οικίας.

Κουρασμένος, έβλεπε σαν ξένα τα δέντρα και την αυλή και το σωρό των παιδιών, που στεκόντανε στον ήλιο· κι όλη την ώρα το βλέμμα του είτανε τόσο παράξενο, σα να συλλογιζότανε γιατί όλα αυτά δεν είταν τόσο ωραία, όπως άλλοτε.

Εκείνος όμως είχε κιόλας σηκωθεί και δεν έδωσε σημασία στη χειρονομία της. Και όταν μπήκαν μέσα και η ντόνα Έστερ ζήτησε να μάθει νέα για το κτηματάκι σαν να ήταν ακόμη δικό της, εκείνος απάντησε σηκώνοντας τους ώμους με ασυνήθιστη αγένεια και πήγε να πλυθεί στο πηγάδι. Ο Απρίλης έκανε χαρούμενη ακόμη και τη θλιβερή αυλή.

Το σπιτάκι μου, που εσφάλισε αφότου επέθαναν τα γονικά μου κ' εσκούριασαν οι κλειδωνιές του κ' εχορτάριασαν οι πόρτες κ' έπνιξε η αγριαγγαθιά και το μαμούδι την αυλή του, θα το στολίση έλεγα, εκείνη σαν νεράιδα· θα φυτέψη μηλιά στην πόρτα και κλήμα στην αυλή του· θα κρεμάση μοσχομύριστ' αφροκύδωνα απάνω από το κρεβάτι και ρόιδα πολύκλωνα ψηλά στη σκεπή!

Παρά τον μέγαν πύραυνον, εν τη ρυπαρά αυλή της κατοικίας των, παρά την Βλασταρούν, η γυναίκα του προσεπάθει να μπουγαδιάση, ρίπτουσα ολίγον κατ' ολίγον το βραστόν νερόν εις την βαθείαν της μπουγάδας κόφαν. Τα παιδία των ως γατάκια εκοιμώντο εις μίαν ψάθαν επάνω, όλα μαζί, μία τουφίτσα σαν ορφανά.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν