United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δάφνης λοιπόν, αφού σάστισε στην αρχή, αποφάσιζε ν' αποκοτήση να φύγη αντάμα με τη Χλόη ή να πεθάνη μαζί μ' εκείνη· Μα ο Λάμωνας αφού εφώναξε έξω απ' την αυλή τη Μυρτάλη, της είπε: — Χαθήκαμε, γυναίκα· ήλθεν η ώρα να φανερώσουμε τα κρυφά· ας μείνουν έρμα τα γίδια κι όλα τ' άλλα· όμως μα τον Πάνα και μα τις Νύμφες, κι αν πρέπη, καθώς λένε, ν' αφίσω τα βώδια στο σταύλο, δε θα κρύψω ποια είναι η μοίρα του Δάφνη, παρά θα ειπώ και ό,τι βρήκα παραπεταμένο και θα φανερώσω πώς τον είδα να θρέφεται και θα δείξω όσα βρήκα μαζί του.

Βρήκε μόνο τις υπηρέτριες: μια χοντρή και ηλικιωμένη που παρίστανε την σπουδαία, όπως η αδελφή του Ρετόρου, η άλλη νέα και σβέλτη, παρ’ όλο που την παίδευαν οι πυρετοί της μαλάριας. Χρειάστηκε να περιμένει στο ισόγειο. Χάζευε κοιτώντας μες στην μεγάλη αυλή τις καλαμένιες σχάρες γεμάτες με πράσινα και μαύρα σύκα, μαύρα σταφύλια και ντομάτες κομμένες και πασπαλισμένες με αλάτι.

Κ' επειδή έφευγε πια το καλοκαίρι κ' έφτανε το χυνόπωρο, του ετοίμαζε την εξοχή ο Λάμωνας, ώστε να του αρέση σ' όλα άμα την έβλεπε· πάστρευε τις πηγές για νάχουν νερό καθαρό· έβγανε την κοπριά από την αυλή για να μη τον πειράξη βρωμώντας· σιγύριζε το περιβόλι για να φανή όμορφο.

Στη μικρή αυλή όλα γίνανε άνω κάτω: τα περιστέρια πέταξαν στη στέγη, οι γάτες σκαρφάλωσαν στους τοίχους, μόνο η γυναίκα σιωπούσε για να μην τραβήξει την προσοχή του κόσμου και έσκυβε για ν’ αποφύγει τα χτυπήματα προστατεύοντας τον εαυτό της με το αδράχτι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΗ'. Ο Ιησούς ενώπιον των Ιερέων και του Συνεδρίου Ο Άννας. — Ο χαρακτήρ του. — Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι. — Γεννήματα εχιδνών — «Ούτως αποκρίνη τω ΑρχιερείΕν τη αυλή του Καϊάφα. — «Εζήτουν ψευδομαρτυρίαν». — «Καταλύσαι τον Ναόν τούτον». — Σιωπή του Ιησού. — Απόνοια του Καϊάφα. — Ο εξορκισμός του. — Βλασφημεί!» — «Ένοχος θανάτου εστί».

Ο άντρας της μ' έναν υπασπιστή κ' ένα δούλο πηγαίνει από σκηνή σε σκηνή. Μπορεί να ιδή τα γυαλιστερά του μαλλιά κ' ακούει ή φαντάζεται πως ακούει την καθαρή εκείνη κρύα φωνή. Στην αυλή κάτω ο γυιός του Πριάμου κουμπώνει τον χάλκινο θώρακά του. Τα άσπρα μπράτσα της Ανδρομάχης είναι γύρω στο λαιμό του. Την περικεφαλαία του αφίνει χάμου για να μη τρομάξη το μωρό τους.

Ένα πρωί πάνω στο καλδερίμι του μεγάλου του σπιτιού με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, τη βρήκανε ξερή τη γρηάΣτάθαινα. Και δίπλα το ραβδί της. Το ίδιο το πρωί ανοίξαν' ένα λάκκο στην αυλή του ΆηΝικόλα και τη θάψανε. Ο νεκροθάφτης πήρε το τσακισμένο το ραβδί και τόρριξε στην αγκαλιά της.

Ξαίρεις, γυναίκα μου, πως δε νοιώθεις για ποιόν μιλείς όταν μιλής γι' αυτόν; Είναι ένα επίσημο πρόσωπο, πολύ επισημότερο απ' ό,τι μπορείς να φαντασθής· ένας ευγενής που παίζει μεγάλο ρόλο στην αυλή και που μιλεί με τον βασιλέα, έτσι όπως μιλώ εγώ με σένα.

Προσευχηθείτε στο Χριστό, προσευχηθείτε στην Παναγιά μας του Ριμέντιο…» «Μέσα μας βρίσκεται η γιατρειά» αποφάνθηκε η γριά. «Καρδιά πρέπει να έχουμε, τίποτ’ άλλο….» «Καρδιά πρέπει να έχουμε», μονολογούσε ο Έφις μπαίνοντας στο σπίτι των κυράδων του. Στην αυλή ησυχία παντού και ήλιος. Άνθιζαν τα γιασεμιά πάνω από το πηγάδι και τα κόκαλα των πεθαμένων ανάμεσα στη χρυσή χλόη του παλιού νεκροταφείου.

Κ' εχύθηκε ο Τηλέμαχος απ' την αυλή με βία, και των μνηστήρων όλεθρον ο νους του εμελετούσε. και ότετους δόμους έφθασε τους ευμορφοκτισμένους, έστησε το κοντάρι του προς τον υψηλόν στύλο, προχώρησε κ' εδιάβηκε το λίθινο κατώφλι. 30