Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Τότε όξω πήδηξε ο Νιδιός και παραιτάει τ' αμάξι, 20 μήδ' ήβρε θάρρος να σταθεί και το κορμί να σώσει του σκοτωμένου του αδερφού. Τι θάτρωγε κι' αφτόνε το μάβρο φίδι, μοναχά ο Ήφαιστος τον σώζει, και τον γλυτώνειαπλώνοντας σκοτάδι ολόγυρά τουμήπως κι' ο γέρος με χωρίς παρηγοριά του μείνει. 24

Και μονάχα σαν αποτέλειωναν όλ' αυτά, είταν πια η αρχόντισσα έτοιμη να βγη και να φέξη στον κόσμο. Έβγαινε με το χρυσοκάμωτό της αμάξι, και σε ολόασπρο άλογο καβαλλικεμένη, άλλοι δούλοι τρέχοντας απ' ομπρός για ν' ανοίξουν το δρόμο, οι πιώτεροι πάλε ακολουθώντας πίσωθε μαζί με τους ευνούχους και τους άλλους παρατρεχάμενους της αρχόντισσας.

Κατόπι τον Απόλοχο και Πείσαντρο, γενναίους του πρόκριτου Αντιμάχου γιους — π' αφτόν με δώρα ο Πάρης μπούκωσε απ' όλους πιο πολύ, με ζηλεφτό χρυσάφι, κι' αμπόδαε πίσω τη Λενιό τ' αντρός της ναν τη δώκουν125 αφτού του προεστού διο γιους τσακώνει ο Αγαμέμνος, διο σ' ένα αμάξι, πούστριψαν τ' αλόγατα να φύγουν. Μα πέσανε οχ τα χέρια τους τα στολισμένα γκέμια, και σκιάχτηκαν τα ζα.

Έπειτα τσάκωσε δυο γιους του βασιλιά Πριάμου, διο σ' ένα αμάξι, που Χρομιό τους λέγανε κι' Εχέμο. 160 Κι' όπως λιοντάρι χύνεται σε βόδια εκεί που βόσκουν, και σπάει το σβέρκο μοσκαριού στο λόγγο και γελάδας, έτσι σκιαγμένους γκρέμισε κι' εκιούς τους διο ο Διομήδης μέσα απ' τ' αμάξι, κι' έπειτα και τ' άρματά τους πήρε, κι' έδωκε ναν του παν τα ζα οι φίλοι στα καράβια. 165

Κι' ενώ ο Διομήδης έτρεχε κατά το δρόμο τ' όπλουεκεί στο χώμα τούπεσεμέσα απ' τους πρωτομάχους, τότες αφτός συνέφερε, και πίσω μες στ' αμάξι πηδά και τρέχει ως στους στερνούς και σώζεται απ' το χάρο. 360 Κι' έσκουξε του Τυδέα ο γιος, με το κοντάρι ορμώντας «Πάλε απ' το χάρο σώθηκες, σκυλί! Μιά τρίχα ακόμα και σ' έτρωγα.

Έλα να μην πάμε, Δημητράκη μου, αι; πού να κάθημαι τόρα ν' αλλάζω . . . — Σου βοηθώ εγώ, δεν πειράζει. — Νά η ώρα, που θα μου βοηθήσης εσύ! Έπειτα, κύτταξε τι καιρός κάμνει έξω. Κρύο, λάσπαις . . . — Τι σημαίνει; μήπως θα πάμε πεζοί; — Α! είδες! λησμόνησα να παραγγείλω αμάξι. — Τόσο το καλλίτερο λοιπόν· άφησε τον Σουσαμάκη σου να κουρεύεται.

Δεν εννοούσα γιατί καθόμουνα εκεί και γιατί ήθελα να κάμω αυτόν το δρόμο μέσα στη δυνατή βροχή, αυτόματα όμως, όπως και πρωτήτερα, είπα του αμαξά: — Γλήγορα, όσο μπορεί να τρέξη το άλογο. Το μικρό παιδί μου πεθαίνει. Ο αμαξάς μας είχε φέρει με το αμάξι του πολλές φορές. — Είναι το μικρό αγοράκι, που είναι τόσο ωραίο; ρώτησε.

Αφίνουμε το χρυσοστόλιστό του αμάξι, που ολόασπρα μουλάρια το σέρνανε, χαλινάρια και λουριά και σέλλες, όλα κατάλαμπρο μάλαμα, που ξαστράφτανε στον ήλιο σαν έβγαινε βασιλική συνοδία. Μα κ' οι αρίθμητοι δορυφόροι που ακολουθούσανε, μαλαματωμένοι φεγγοβολούσαν κι αυτοί κι ολοξόμπλιαστοι.

Μηδέ έμειναν κι' οι άλλοι εκεί παραταγμένοι Τρώες στ' αμάξια μέσα, μον πηδούν όξω όλοι σαν τον είδαν. Τότε οι κοσμάκουστοι βοηθοί κι' οι άλλοι οι Τρώες όλοι 108 την άκουσαν τ' αψέγαδου τη γνώμη Πολυδάμα· μα ο Άσος, του Αρτάκου ο γιος, ο στρατηγός των Τρώων, 110 ν' αφίσει εκεί δεν ήθελε τον παραγιό και τ' άτια, μον με τ' αμάξι πέρασε.

Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα απ' τη λύπη· όμως εκεί τον άφισε, κι' ας έκλαιγε το βλάμη, και τον Κεβριόνη φώναξε τα γκέμια ναν του πιάσει, τον αδερφό του εκεί κοντά· κι' αφτός ακούει και τρέχει. Τότε όξω ο ίδιος πήδησε απ' το πανώριο αμάξι 320 σκούζοντας σα θεριό, κι' αρπάει στο χέρι μια κοτρώνα κι' ίσια στον Τέφκρο χοίμησε, ναν τόνε φάει ζητώντας.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν