Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Κανένα άλλο μνήμα δεν είναι τόσο ωραίο, τόσο περιποιημένο, τόσο πλούσια στολισμένο ίσια ίσια τώρα που ο χινοπωριάτικος άνεμος συνταράζει τα δέντρα. Γελά τότε από χαρά και ξαναμιλεί σιγά και γκαρδικά σε κάποιον, που δεν τονέ βλέπει κανείς. Έπειτα πηγαίνει στο αμάξι, που περιμένει στην πύλη του νεκροταφείου, και γυρίζει μ' αυτό στο σπίτι.

Μα το Διομήδη η άγρια σαΐτα δεν τον δάμασε, μον ως μπροστά στ' αμάξι πίσω γυρνάει και στέκεται, και του συντρόφου κράζει «Έλα, αδερφέ μου Στένελε, πήδα οχ τ' αμάξι κάτου, για να μου βγάλεις την πικρή που μ' ήβρε εδώ σαΐτα110 Είπε, και χάμου ο Στένελος ευτύς πηδά οχ τ' αμάξι, και πάει σιμά του στέκεται, και τη γοργή σαΐτα όξω απ' τον ώμο του σκουντάει κι' ίσα τη βγάζει πέρα.

Και μες στη μέση, όθ' άπειροι χτυπιούνταν, τόνε στέλνει. Ζούσε ένας πλούσιος άρχοντας στην Τριά, κάπιος Δάρης, Ηφαιστολειτουργός, κι' αφτός είχε διο γιούςΝιδιόνε 10 τους λέγαν και Φηγιάκαλούς σε πάσα μάχης είδος. Βγήκανε τότε αφτοί μπροστά και τούπεσαν απάνου, αφτοί οχ τ' αμάξι, και πεζός ξεκίνησε ο Διομήδης.

Τ' αμάξι της ο σκίουρος το έχει καμωμένον, ο λεπτουργός των Μαγισσών απ’ την αρχήν του κόσμου· και της το κατεσκεύασεν απ' άδειον λεπτοκάρυ.

«Μενέλαε διόθρεπτε, μας ήλθαν δύο ξένοι, 'πού του μεγάλου του Διός το γένος ομοιάζουν. ειπές αν θα τους λύσουμε τ' άλογ' από τ' αμάξι, ή θα τους προβοδήσουμεάλλον να τους ξενίση».

Έφτιασε μέσα εκεί τη Γης, μέσα Γιαλό κι' Ουράνια, Ήλιο εκεί μέσα ακούραστο, γιομόφωτο Φεγγάρι, κι' όλα τα ζούδια τ' ουρανού πούχει στεφάνι γύρω, 485 Βροχάστερα και Κυνηγό λαμπρόφεγγο και Πούλια, κι' Αρκούδα που πολλοί θνητοί κι' Αμάξι τήνε κράζουν, που πάντα αφτού κλωθογυρνάει τον Κυνηγό θωρώντας και μόνη αφτή μες στ' Ωκιανού δε λούζεται το κύμα.

Τότε ανεβαίνει βιαστικός στο στέριο αμάξι ο γέρος κι' όξω τραβά απ' τ' αχόλαλο λιακό κι' απ' τ' αβλοπόρτι. Το κάρο ομπρόςτετράροδοτραβούσαν τα μουλάρια που τα οδηγούσε ο φρόνιμος Νιδιός· και πίσω ο γέρος 325 βαρούσε τ' άτια, και γοργά τους φώναζε να τρέχουν κάτου το κάστρο. Κι' οι δικοί τον συνοδέβανε όλοι πικρά θρηνώντας, πούλεγες πως σε σφαγή παγαίνει.

Και ταύτα λέγων φορεί εν βία τον επενδύτην του και εισέρχεται εις την αίθουσαν, όπου αναμένει αυτόν δειλός, περίλυπος και καταβεβλημένον έχων το ήθος ο κύριος Σουσαμάκης. — Μας συγχωρείς που αργήσαμεν, φίλτατε κύριε Σουσαμάκη, λέγει ο κύριος Παρδαλός εισερχόμενος και τείνων προστατευτικώς την χείρα προς τον υπάλληλόν του, αλλά το αμάξι δεν μας ήλθε ακόμη, και . . .

Δεν ημπορούσατε να το κάμετε μικρότερον μ' όσα χρήματα είχατε; θα εχωρούσε, υποθέτω, πάντοτε την αθηναϊκήν καλλιτεχνίαν. Και αυτό το άλλο, τι είνε; — Το αρχαιολογικόν Μουσείον. — Και αυτό ατελείωτον. Ας ήνε! ελληνική ασθένεια. Μεγάλα τα σχέδια και μικρά τα πράγματα. Αλλ' ας αφήσωμεν τας οικοδομάς, να ιδούμεν ολίγον και τον ζωντανόν κόσμον. Ποία είνε αυτή η κυρία εις το αμάξι;

Που σε κάθε της τύχης αναποδιά θα είμεθα δυο, έτοιμοι, δυνατοί, ωπλισμένοι για την πάλη και για την νίκη. Από τη φωλειά την δική μας μόνον τραγούδια χαράς θ' ακούωνται. Ποτέ γρύνιες και θρήνοι. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τι αισιοδοξία! Κώστα, παιδί μου! Πρέπει να πάς για αμάξι. Μ α ρ ί α. Κα. Μ ε μ ι δ ώ φ. Ο πατέρας του δεν ξέρει πώς ήλθα εδώ. Ξέρεις, οι άνδρες δεν πέρνουν τα πράγματα όπως ημείς.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν