Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Πρώτες στο κάρο χύθηκαν μαδώντας τα μαλλιά τους 710 η μάννα κι' η γυναίκα του, και το νεκρό κεφάλι κρατούσαν· κι' έκλαιγε ο λαός τριγύρω πυκνωμένος. Εκεί όλη μέρα το νεκρό ως να βουτήξει ο ήλιος με δάκρια θάκλαιγαν πικρά μπροστά στο καστροπόρτι, μόνε απ' τ' αμάξι φώναξε σ' όλους τριγύρω ο γέρος 715 «Κάντε μου τόπο να διαβούν τ' αμάξια, και κατόπι χορταίνετε όλοι κλάψιμο όταν τον πάω στον πύργο

Πού καθώς έτρεχε ίσα ομπρός, του ρήχνει ο αντριωμένος Διομήδης, μα δεν πέτυχε, παρά τον αμαξά του τον Ηνοπιά, τ' αράθυμου Θηβαίου γιο, καρφώνει 120 μπρόστηθα, στο βυζί κοντά, ενώ οδηγούσε τ' άτια. Κι' όξω απ' τ' αμάξι κύλησε, πήραν και δρόμο πίσω τα γλήγορα άτια, κι' έμεινε νεκρός εκεί στον τόπο.

Την ερχομένην αυγήν επήγεν ο γεωργός διά να πάρη το βόιδι να το ζεύξη εις το χωράφι, και το ευρίσκει εξαπλωμένον οπού ελαχομανούσε, και τα άχυρα σχεδόν άγγιχτα εις το παχνί· το σηκώνει, και πάσχει διά να το ζεύξη εις το αμάξι, και δεν ήτον τρόπος· εναντιώνεται το βόιδι, μουγκρίζει, κτυπά τα ποδάρια εις την γην, και χύνεται με τα κέρατα να κτυπήση τον γεωργόν.

Έπειτα εδώ με πιά άλογα κι' αμάξι θες να σύρω; Έ στου Λυκα τ' αρχοντικό ως έντεκά 'ναι αμάξα γερά καινούργια διαλεχτά, μ' ολόγυρα απλωμένα σεντόνια, και στου καθενός το πλάι από 'να στέκει 195 ζεβγάρι, βίκο τρώγοντας κι' ασπρόγλυκο κριθάρι.

Θάγλεπες τότες συφορά, δουλιές που θ' απορούσες, 130 και σαν αρνιά θα κλείνουνταν οι Τρώες μες στο κάστρο, μα εφτύς τους είδε των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας, κι' αστραφτομπουμπουνίζοντας τινάζει φλογισμένο αστροπελέκι κάτου, ομπρός στα ζώα του Διομήδη· κι' η φλόγα πήδησε σκιαχτή απ' το καμένο θιάφι. 135 Κάπου απ' τ' αμάξι τ' άλογα ζαρώσανε απ' το φόβο, τούπεσε κι' οχ τα δάχτυλα του γέρου τ' ώριο γκέμιτου κόπηκε η καρδιά μαθέςκαι του Διομήδη τούπε «Διομήδη, γύρνα τ' άλογα και δρόμο ξαναπίσω! μηγάρ βοήθια δε νογάς πως δε μας στέργει ο Δίας; 140 Τώρα σ' αφτόν του Κρόνου ο γιος χαρίζει κάθε δόξα σήμερα· απέ ύστερα κι' εμάς, αν θέλει, θα μας δώκει.

Όσο θωράει ολόμπροστα το βασιλιά Αγαμέμνο π' όλο με τ' όπλο του χοιμάει και λόχους π' αλωνίζει, τόσο ας ποδίζει, κράζοντας στα παλικάρια, πίσω να περιορίζουν τους οχτρούς όσο μπορούνε πάντα· 190 μα από κοντάρι αν χτυπηθεί ή φάει καμιά σαΐτα και μπει στ' αμάξι, τότες πια θαν του χαρίσω νίκη να σφάζει, κι' ως στα γλήγορα να κυνηγάει καράβια, όσο να σκοτεινιάσει η γης και βασιλέψει ο ήλιος

Τ' άλογα τότε ο Άλκιμος κι' ο Αφτομέδος πιάνουν και ζέβουν, κι' όμορφα λουριά τους βάζουν, και στα δόντια τα χαλινάρια, κι' άπλωσαν τα γκέμια τους ως πίσω στο καλοκάρφωτο κουτί. Κατόπι ο Αφτομέδος 395 πήρε στα χέρια καμοτσί λαμπρό και τεριασμένο, και μες στ' αμάξι πήδησε. Και πίσω ο Αχιλέας ανέβηκεάμα οπλίστηκεστ' αμάξι, και σκορπούσε αχτίδες λες απ' το χαλκό σαν ήλιος φωτοδότης.

Κι' οι Τρώες όταν είδανε τους γιους του γερο-Δάρη 27 που ο ένας μόλις σώθηκε, τον άλλο πούπεσε όμως δίπλα στ' αμάξι, απ' το κακό τους μάτωσε η καρδιά τους.

Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε και κράζει στους συντρόφους να ζέψουν τ' άλογα· κι' αφτοί τα ζέβουν χέρι χέρι. 260 Απάνου τότε ανέβηκε και τα βοϊδήσα γέμια τέντωσε πίσω, κι' έπειτα στο πλουμισμένο αμάξι ανέβηκε ο Αντήνορας του βασιλιά από δίπλα· και μέσα απ' τη Ζερβόπορτα τραβάν κατά τον κάμπο.

Ενώ το αμάξι έτρεχε στους δρόμους, μιλούσα με τον εαυτό μου άφωνα κ' έκλαιγα από χαρά και πόνο: «Είναι τόσο ωραίο να τονέ θυμάται και να μου το λέη ένας άνθρωπος που τον πήγε μόνο με το αμάξι. Και να πεθάνη αυτός; Υπάρχουν εκατομμύρια παιδιά που ζουν. Γιατί πρέπει να πεθάνη το δικό μουΠοτέ δεν έτρεξα με το αμάξι τόσο γλήγορα και ποτέ δε μου φάνηκε μακρήτερος ο δρόμος.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν