Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Κι' όσο σκοπός, που κάθεται σε ξέφαντο και βλέπει 770 προς το κρασύ το πέλαγο, σκοτεινοξεχωρίζει, τόσο πηδάνε των θεών τ' αψηλοπίλαλα άτια. Κι' όταν στης Τριάς ζυγώσανε τ' αστέρεφτα ποτάμια, όπου το ρέμα ο Σκάμαντρος με του Σιμόη σμίγει, εκεί τ' αμάξι σταματάει η κρουσταλλόλαιμη Ήρα, 775 ξεζέβει τ' άτια, και πυκνή τους χύνει γύρω ομίχλη. Και χόρτο αμάραντο να φαν τους φύτρωσε ο Σιμόης.

Έλαβα την υπομονήν να αφεθώ να με δέσουν εις το ξύλον, μα ευθύς που έβαλαν την φωτιά, είπα κάποια λόγια της λεκανομαντείας, και ευθύς η δύναμίς των εκαταχάλασε τα δέματά μου· τότες επήρα ένα ξύλον χοντρόν, και του έδωκα την μορφήν ενός αμαξίου θριαμβευτού· επάνω εις το οποίον αναβαίνοντας, εσεργιάνισα καμπόσον απάνω εις τον αέρα, εις την θεωρίαν παντός του λαού, ο οποίος δεν έλαβε τόσην χαράν να με ιδή εις το αμάξι όσην είχε να με ιδή καμμένον.

Μον τράβα τα εσύ τα φαριά και τ' όμορφό σου αμάξι, κι' αφτόνε εγώ τον καρτεράω με τ' όπλο ... κι' ας ορίσει

Μα ο παινεμένος σύντροφος του Δομενιά, ο Μηριόνης, πιο πίσω, ως πες μια κονταριά, πιλάλαε απ' το Μενέλα, τι πιο αργοκίνητα αλόγα αφτός τραβούσε απ' όλους, 530 όντας κι' ατός του ακάτεχος σ' αμαξοσύνης τέχνες. Κι' ο γιος τ' Αδμήτου ερχότανε στερνός ξεμεινεμένος, και θώραες πέρα τ' άλογα που τούσερναν τ' αμάξι.

Έτσι είπε η ανεμόποδη θεά και φέβγει πάλι. 210 Κι' εκείνος χάμου πήδησε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι, και σιώντας τα διο κοφτερά κοντάρια πήγε ολούθες μες στο στρατό και φώναζε να πολεμάν να σφάζουν, και σήκωσε άγριο πόλεμο. Γύρισαν τότε οι Τρώες και στάθηκαν των Αχαιών καταντικρύ με θάρρος. 214

Μα αφτός τον Έχτορα, αφού πριν του θέρισε τα νιάτα, 50 δετό απ' αμάξι τον τραβάει στου βλάμη του τον τάφο γύρω τριγύρω· μα άπρεπα το κάνει, δίχως σκέψη... Μην πια θυμώσουμε κι' εμείς, κιας είναι θεοπαίδι, τι να μ' αφτό το πάθος του σε Γη κουφή αμαρταίνει

Μα εφτύς το χαραμέρι μόλις θωρούσε χρύσωνε τη θάλασσα τους άμμους, κι' έζεβε τότες τ' άλογα στ' αμάξι, κι' από πίσω τον Έχτορα έδενε κι' εφτύς ναν τον τραβά αρχινούσε. 15 Και κύκλω αφού τον έσερνε στον τάφο του Πατρόκλου τρεις γύρους, τότε ησύχαζε μες στην καλύβα πάλι και προύμτα, το νεκρό στρωτό παράταε μες στις σκόνες. 18

Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, 160 αετός, που 'χετα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη, ήμερη μέσ' απ' την αυλή• και με φωναίς κατόπι γυναίκες και άνδρες έτρεχαν• κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας. είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί• και όλοι χαρά το πήραν• 165 τότ' είπεν ο Πεισίστρατος• «Μεγάλε βασιλέα, Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι τούτ' έδειξ' ο θεόςεμάς ή προς τον εαυτόν σου».

Τότες πηδώντας κατά γης ο γέρος οχ τ' αμάξι, άφισε το Νιδιό όξω κει, που πρόσμενε βαστώντας 470 τα ζαμουλάρια κι' αλόγακι' ολόϊσα ατός του κάνει για την καλύβα όπου ο γοργός καθότανε Αχιλέας.

Κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη• έζεψαν και ως ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι, τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν αφήκαν• κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαντην σιτοφόρα ως έφθασαν πεδιάδα, έκοβαν δρόμο 495 με τόση τα γοργ' άλογα ορμήν αυτούς επαίρναν. και ο ήλιος εβασίλευσε, και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι. Ραψωδία Δ

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν