Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Το οποίον του απεκρίθη πως βλέποντας την πολλήν σου άργητα, ω αγαπημένε μου Σειρμώγ, και μη έχοντας καμμίαν είδησιν διά λόγου σου, αφού και εμίσευσες διά την Κασμυρίαν, ηθέλησα να έλθω ο ίδιος διά να σε ανταμώσω, και να ιδώ πώς πηγαίνει η επιχείρησίς σου· και ούτως απερνώντας από τούτο το λειβάδι εσυναπάντησα την μάγισσαν, που εσεργιάνιζεν εις αυτό, η οποία με πολλήν ευγένειαν με εκάλεσε διά να πηγαίνω εις το παλάτι της να την επισκεφθώ.
Εκεί εμπήκα από μίαν πόρταν διαμαντένιαν, την οποίαν την εκρατούσε σφαλισμένην ένας σύρτης από σμαράγδι· και αφού εστοχάσθηκα με πολλήν μου έκτασιν ένα τόσον ωραίον κτίριον, αγροίκησα μίαν ζωντανήν περιέργειάν να ιδώ τα έσωθεν.
Και ταύτα λέγοντάς μετά ολίγας ημέρας απέθανεν. Έμεινα τέλος πάντων κληρονόμος του γέροντος εις τα πάντα και αφού έκαμα να τον θάψουν με την πρεπουμένην τιμήν, επήγα διά να ιδώ τον θησαυρόν.
Συ, τρις εταίρα, με επώλησες εις τον αρχάριον τούτον, και μόνον κατά σου εξανίσταται η καρδία μου. — Διάταξε αυτούς να φύγουν, διότι όταν εκδικηθώ την μάγισσαν, θα τελειώσουν όλα δι' εμέ· διάταξε αυτούς να φύγουν πήγαινε. Ω ήλιε, δεν θα ίδω πλέον την ανατολήν σου. Εδώ η τύχη αποχωρίζεται του Αντωνίου· εδώ αποχαιρετιζόμεθα.
Εκεί τότε προσεύχονταν του σείστη Ποσειδώνα 185 οι αρχηγοί κ' οι άρχοντες του δήμου των Φαιάκων, ολόρθοι γύρω εις τον βωμό• και ο θείος Οδυσσέας οπού εκοιμάτο εξύπνησε 'ς την γη την πατρική του, ουδέ ποσώς την γνώρισεν ο πολυεξωρισμένος, ότ' η διογέννητη Αθηνά τον έζωσε με ομίχλη, 190 να μείνη αγνώριστος, και αυτή να τον διδάξ' εις όλα, μη τον γνωρίσ' η σύντροφος, οι φίλοι και οι πολίταις, πριν όλα τ' αδικήματα πλερώσουν οι μνηστήρες• όθεν τα πάντ' αλλοειδή φαινόνταν του κυρίου, τα μονοπάτια τα μακρυά, τα ευρύχωρα λιμάνια, 195 τα δένδρα τα ολοφούντωτα και οι βράχοι ολόγυρά του• πετάχθη, εστάθη, εκύτταξε την γη την πατρική του• κ' έβγαλε μέγαν στεναγμό, και με ταις απαλάμαις τα δυο μεριά του κτύπησε και με παράπον' είπε• «Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; 200 μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, ήτε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη; πού φέρω αυτούς τους θησαυρούς, και ατός μου πού πλανώμαι; ας είχαν μείν' οι θησαυροί 'ς την νήσο των Φαιάκων, κ' εγώ 'ς άλλον θα πρόσφευγα μεγάλον βασιλέα, 205 'που θα μ' εφιλοξένιζε και θα μ' επροβοδούσε• τώρα ούτε πού να θέσω αυτά γνωρίζω, αλλ' ούτε πάλι θα μείνουν 'κεί 'που ευρίσκονται, μην κάποιος μου τ' αρπάξη. ωιμένα, εις όλα φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν, ως τώρα φαίνετ', οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, 210 'που μ' έφεραν εις άλλην γη• και αυτ' είπαν να με φέρουν 'ς την ηλιακήν Ιθάκη μου και αθέτησαν τον λόγο. να τιμωρήση αυτούς ευθύς ο ικετήσιος Δίας, 'π' άνωθε βλέπει τους θνητούς και τιμωρεί τον πταίστη• αλλ' ας ιδώ τους θησαυρούς, να τους καλομετρήσω, 215 μήπως μου πήραν φεύγοντας κάτι 'ς το κοίλο πλοίο».
Κ' εγώ θα ξεχάσω όλη τη χαμένη ζωή που μεσολάβησε. ΜΙΣΤΡΑΣ — Meglio tardi que mai πάει να πη. Το σχέδιό σου είναι ώμορφο. Ωστόσο εγώ πάω να ιδώ την κόρη σου κ' έφτασα. Με ζητούνε και στο Ένδεκα! Ήρθατε απ' τους πρώτους βλέπω για την απαγγελία. ΦΛΕΡΗΣ — Δηλαδή είχα ανεβεί για μια άλλη δουλειά και βαρέθηκα να κατεβώ. Πότε αρχίζει η απαγγελία; Μήπως ξέρεις; ΑΝΘΥΠΟΛ. — Μα είνε ώρα υποθέτω.
Η συμφορά την οποίαν υπέστης είναι μεγάλη ως συ, ανάλογος δε προς αυτήν και η λύπη σου. Να μην ίδω ποτέ την εκπλήρωσιν των σχεδίων μου, αν εκ συμπαθείας δεν αισθάνομαι λύπην εγκάρδιον. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ευχαριστώ, κύριε. Γνωρίζεις τι σκέπτεται να με κάμη ο Καίσαρ; ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Αισθάνομαι αποστροφήν ν' αναγγείλω εκείνο το οποίον άλλως επεθύμουν να μάθης. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ειπέ το σε παρακαλώ, κύριε.
Η Μάρω, μετά κοπιώδη και αδιάκοπον πορείαν, διά στενών και ανηλίων δρομίσκων, εν μέσω βάτων και αγριακανθών, έφθασε τέλος και εις την θείαν της. — Πώς ήρθες, Μάρω μου; την ηρώτησεν αύτη έκπληκτος· πώς ήρθες, πεδώ κόκορας δε λαλεί, κόττα δεν καρκαριέται; — Ήρθα να ιδώ το Γιάννο. — Το Γιάννο! ο Γιάννος δεν εφάνηκ' εδώ. Η Μάρω έμεινεν άφωνος, ακίνητος εις την θέσιν της ως απολιθωθείσα.
Πότε να κάμουμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι, να ιδώ της Δέρφης το βουνό, να μου διαβούν οι πόνοι! Ο νέος αφήκε βαθείαν πνοήν, ομοίαν με στεναγμόν. — Α! ξεχνώ που κοντεύω να σε ξεπλατίσω στο κουπί, είπεν η Λιαλιώ... Αλήθεια, εγώ κάνω σαν τρελλή... Τα χεράκια σου δεν είνε για το κουπί, κυρ Μαθιέ. Ο νέος διεμαρτυρήθη·
Ετούτη η συνομιλία επροξένησε το αποτέλεσμά της επάνω εις το πνεύμα του βασιλέως. Κάνει χρεία, αυτός λέγει προς τον βεζύρην, εβγαίνοντας από τον καφενέ, ότι αύριον να μισεύσωμεν διά το Αστραχάν. θέλω να ιδώ αυτόν τον βασιλέα χωρίς θλίψιν. Εγώ δεν επιθυμώ ολιγώτερον από την βασιλείαν σου, απεκρίθη ο βεζύρης, και είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν