Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
ΠΟΛ. Και πώς θα το κατορθώσης αυτό; ΛΥΚ. Δεν είνε δύσκολον, Πολύστρατε, εάν παραδόσωμεν τα αγάλματα εις τον λόγον και επιτρέψωμεν εις αυτόν να μεταφέρη και συνθέση και συναρμόση όσον το δυνατόν ευρυθμότατα τας καλλονάς αυτών εις μίαν. ΠΟΛ. Καλά• ας τα παραλάβη λοιπόν και ας τα συνθέση, διότι είμαι περίεργος να ίδω πώς θα τα μεταχειρισθή και πώς εκ τόσων εικόνων θα συνθέση μίαν χωρίς δυσαρμονίας.
Η νέηλυς κάθηται εν πρώτοις, εξάγει κατόπιν το ρινόμακτρόν της και σπογγίζει την ρίνα της — ήτις, όσον γυναικεία και αν ήνε, είνε όμως ρις ανθρωπίνη — και αρχίζει έπειτα ατελείωτον διάλογον προς τας παρακαθημένας της· — Τι κάμνετε; — Πώς είσθε; — Πόσον καιρόν έχω να σας ιδώ! — Πώς είνε τα παιδιά; — Το μικρό ήτον ολίγον κρυωμένο. Τώρα είνε καλλίτερα. . . . Ευχαριστώ. Και ο κύριος αδελφός σας;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ήθελες, Έρως, να ίδης εκ των παραθύρων της Μεγάλης Ρώμης τον κύριόν σου βαδίζοντα με εσταυρωμένας χείρας, κλίνοντα τον καμφθέντα αυχένα του και με πρόσωπον κατησχυμένον, το δε προπορευόμενον άρμα του ευτυχούς Καίσαρος να στιγματίζη το αίσχος του ακολουθούντος; ΕΡΩΣ. Δεν ήθελα να το ίδω.
Πετάξετε, ονείρατα των ποιητών τρελλά, απάνω 'στης φτερούγες σας σηκώσετε κι' εμένα, και φέρετέ με 'γρήγορα 'ψηλά, πολύ ψηλά, ως ότου να μη βλέπω γη και άνθρωπο κανένα. Ω! ας ιδώ αόρατα μυστηριώδη κάλλη, ας με θαμβώνουν άγνωστοι εκστάσεις κι' οπτασίαι, και έξαφνα ας χάνωνται η μια μετά την άλλη, καθώς των πολικών χωρών αι φαντασμαγορίαι.
Ως τόσον εγώ επλησίαζα με τόλμην χωρίς να ακούσω την φωνήν κάποιων καλών γερόντων, που διά σπλάχνος και αυτοί μου έλεγαν να γυρίσω οπίσω, μα πολλά αργά έφθασα εκεί. Επειδή και εκείνην την στιγμήν ετελείωσε το παιγνίδι, και η Ρέτζια ανεχώρησε μπουλωμένη, ώστε δεν ημπόρεσα να ιδώ άλλο παρά το φέρσιμόν της το οποίον μου εφάνη μεγαλοπρεπέστατον.
Οι τρόποι μου τους έπεισαν τελείως. Ήμουν εξαιρετικώς ευδιάθετος. Εκάθησαν και ωμίλησαν διά διάφορα πράγματα, εις τα οποία απαντούσα. Αλλά δεν ήργησα να εννοήσω ότι εκιτρίνιζα και ότι επιθυμούσα να τους ίδω να φεύγουν. Είχα πονοκέφαλον και εφανταζόμην ότι ήκουα ένα ήχον εις τα αυτιά μου. Αλλά έμειναν καθισμένοι, και εξηκολούθουν να φλυαρούν.
Ελησμόνησα διά μιας τον κάματόν μου και έτρεχα κ' εγώ ανά μέσον των πεύκων, τα οποία μ' εμπόδιζον να ίδω πόθεν έπιπτον οι τουφεκισμοί, και εκραύγαζα κ' εγώ κραυγάς ανάρθρους και αγρίας.
Αλλά τι επάθατε; Φεύγετε; Ιδέτε πώς κατακρημνίζονται οι περισσότεροι διά να φύγουν το ταχύτερον. Πάρετε οι υπηρέται την πήραν την οποίαν έρριψεν ο Κυνίσκος ενώ έφευγε και φέρετέ την εδώ διά να την ίδω τι περιέχει. Βέβαια θα περιέχη λούπινα ή κανένα βιβλίον ή καμμίαν στακτόπητταν. ΦΙΛΟΣ. Εύγε, λαμπρέ φιλόσοφε.
Η περιέργεια του νέου Βασιλέως έθλιψε τον Κουλούφ· μα αυθέντη, του είπεν με τι τρόπον εγώ ημπορώ να σε κάμω να έλθης μαζί μου εις αυτήν· και τι να της ειπώ το πώς και ποίος είσαι; Εγώ θέλω ενδυθή, λέγει ο Βασιλεύς, με φορέματα ενός σκλάβου, και θέλω απεράση διά σκλάβος σου, και σαν έλθω εκεί, θέλω σταθή εις καμμίαν αγκωνήν διά να ιδώ τα πάντα.
Μα ο Γεράσιμος — ίσως ήταν και πιομένος λιγάκι — άρχισε τις βλαστήμιες. Φρίξον ήλιε! Ο Ανέστης ακούοντάς τον έτσι εξαπλώθηκε χάμω ξεκαρδισμένος στα γέλοια. Και όσον εγελούσε τόσο εκείνος άφριζε κ' εμάνιζε. Κατεβαίνω να ιδώ τι γίνεται· συναντώ εμπρός μου τον Γεράσιμο πρασινοκίτρινο σαν τη μπακρίλα. — Τι πάθατε, μωρέ παιδί ; — Θαν του πιω το αίμα, μα τον Άγιο· θαν του πιω το αίμα!... λέγει άγρια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν