Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Επήγε πάλιν εις την πόλιν σε μια φίλη της. Και ο Αλβέρτος — και — πρέπει να φύγω! 10 Σεπτεμβρίου. Τι νύχτα ήτον! Γουλιέλμε! Τώρα αντέχω εις όλα. Δεν θα την ιδώ πλέον! Ω! γιατί δεν δύναμαι να ριφθώ στο λαιμό σου, με χίλια δάκρυα και εκστάσεις να σου εκφράσω καλέ μου, τα αισθήματα τα οποία πολιορκούν την καρδιά μου!
Σ' ένα χώρισμα της βιβλιοθήκης αποπίσω σου είναι η &Θεία Κωμωδία& και ξέρω πως αν την ανοίξω σ' ένα ωρισμένο μέρος θα αισθανθώ έν' άγριο μίσος εναντίον κάποιου που ποτέ δεν με πείραξε ή μια λατρεία για κάποιον που ποτέ δεν θα ιδώ. Δεν υπάρχει κατάστασις πάθους που να μη μπορή η Τέχνη να μας τη δώση, κι όσοι από μας βρήκαν το μυστικό της μπορούν από πρώτα να ειπούν ποια θα είναι η πείρα των.
— Δεν είνε προκοπή, είπεν αποφασιστικώς ο Στάθης ο Μπάζας· έλα να με καλουμάρετε κάτω, να ιδώ τι θα κάμω. . . . Η θειά-Αρετώ ήρχισε να κάμνη πολλούς σταυρούς, εξισταμένη διά τον τολμηρόν λόγον του βοσκού. — Πού να σε κατεβάσουν, γυιέ μ' Στάθη μ', έλεγε· πώς να σε κατεβάσουν! Πού θα πας; πού θα πατήσης;
— Εγώ δεν θέλω ούτε 'ς τα μάτια μου να τον ιδώ πλέον, μα για το χατήρι σου πάμε, είπε μίαν ημέραν ο ένορκος, θέλων και να ξεσκάση, ως έλεγεν, απαρηγόρητος, διότι ο εισαγγελέας, ένας γέρος, πετσί και κόκκαλο από την κακίαν του, έλεγεν ο ένορκος, οπού ήθελεν όλο να καταδικάζη, για να δείχνη την κακίαν του, προσέθετεν ο ένορκος, τον εξήρεσεν εκείνην την ημέραν από μίαν δίκην ενδιαφέρουσαν και ήτο λυπημένος, ως να έχασε χρήματα.
Τότε η Αροούγια διά να δείξη την προθυμίαν και αυτή προς αυτόν, του είπε· εγδύσου το λοιπόν, και πέσε εις ετούτο το κρεββάτι που βλέπεις· και εγώ ως τόσον υπάγω να ιδώ αν κοιμάται ο άνδρας μου, και ευθύς γυρίζω. Ο Κατής εις ετούτα τα λόγια στοχαζόμενος πως θα έχη το υποκείμενον εις τας αγκάλας του, ευθύς εγδύθη και εισέβη εις το κρεβάτι.
Έφυγα αγάλια αγάλια από την ευγενή συναναστροφήν, επήγα, ανέβηκα εις μίαν άμαξαν, και εκίνησα εις Μ . . ., για να ιδώ εκεί από τον λόφον την δύσιν του ηλίου, και αναγνώσω εκεί εις τον Όμηρόν μου το λαμπρόν άσμα, πώς ο Οδυσσεύς ξενίζεται από τον καλόν συβώτην. Όλα αυτά ήσαν καλά.
Α! Αν πεθάνω, ωρές τσούπρες, χωρίς να ιδώ το παιδί μ', ή χωρίς να παντρέψω εσένα, μοναχούλα μ' και ακριβούλα μ', και να σ' αρματώσω νυφούλα με τα χεράκια μ', να το ξέρετε: Δε θα με φάη το χώμα, και θα με βρήτε άλυωτη, όταν έρθετε να με ξεχωνιάσετε!. — Τ' είν' αυτά τα κακορρίζικα τα λόγια, πού το πας συγκρατούμενο, καημένη κυρά, είπε πάλε η υπηρέτρα.
Έτοιμος ήμουν να την παραιτήσω και να ξαπλωθώ, προσμένοντας ήσυχα τον θάνατο. Αλλά στην ώρα που έκανα τη σκέψι ακούω τον ναύκληρο να φωνάζη από την πλώρη: — Πανί, παιδιά! ένα πανί!... — Ένα πανί! φωνάζω κ' εγώ χωρίς να ιδώ τίποτα. Είδαμε τέλος όλοι μακριά ένα μικρό χαμηλό πανάκι που αρμένιζε τον μαΐστρο. Δεν ήταν μεγαλήτερο από φούσκα και όμως εφάνηκε θεόρατο. Με μιας εζωντάνεψα.
— Ειπέ εις τον Βινίκιον, ότι θα χαρώ να τον ίδω, υπέλαβεν ο Νέρων, και σύστησέ του εξ ονόματός μου, να μη λείψη από τους αγώνας, εις τους οποίους θα μετάσχωσιν όλοι οι χριστιανοί. Ο Πετρώνιος ανησύχησεν από τους λόγους τούτους, οίτινες, κατ' αυτόν, αφεώρων αμέσως την Λίγειαν. Ανέβη εις το φορείον του, διατάξας να ταχύνωσι το βήμα και να τον οδηγήσουν εις τον οίκον του Βινικίου.
— Δεν θα την ξαναείδες από την πρώτην φοράν. — Προτού να την ιδώ δεν την είχα ιδεί, είπεν ο Τρέκλας. — Και δεν την βλέπεις, όταν πηγαίνης μέσα εις το μοναστήρι; — Βέβαια, δεν την βλέπω. — Αλλά δεν έμαθες τίποτε δι' αυτήν; — Δεν έμαθα. Αν και του Τρέκλα αι απαντήσεις είχον διφορουμένην έννοιαν, ουχ ήττον ο ξένος επέμενεν εις τας ερωτήσεις του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν