Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Μάντευε τώρα κι ο Αριστόδημος πως κάτω εκεί φύτρα και φύλλα και καρποί αναπιάνονταν, χυμοί έτρεχαν, χρώματα και μύρα ζυμώνονταν κ' η μάννα Φύση ετοίμαζε ακούραστη τα λούλουδα και τα πούλουδα. Φωνές έβγαιναν εκείθε, γέλοια και χαρχάτουρα, κάπου τραγούδια, αλλού ξεφαντώματα. — Η ζωή ξεχειλίζει σαν το γάλα από της μικρομάννας τον κόρφο· εψιθύρισε μελαγχολικά.

Αν και κάθε δειλινό έβγαινε στ' αγνάντια η κάκω η Μήτραινα, για να ιδή το παιδί της νάρχεται, όμως ούτε φαγί ετοίμαζε, ούτε την πρόκοβα έστρωνε, ούτε τη σκύλλα έδενε στην κρικέλλα, για να μην αληχτάη τους χωριανούς. Μόνο την παραμονή του Άη-Γιαννιού έκανε αυτή τη δουλειά.

Και συ Αφροδίτη, Κύπρη δέσποινα, σαν που είσαι η πρώτη μάννα της γενιάς μου, διαφέντευέ μας που είμαστε απ’ το αίμα σου κ’ εμείς και σε σιμώνομε μ’ ευχές π’ ακούνε οι θεοί. Και συ, ω Λύκειε άναξ, λύκος να γενής για τους εχθρούς, των στεναγμών μου εκδικητής, και το δοξάρι ετοίμαζε της Λητώς κόρη και συ.

Ας μάθη ο Γνάθωνας ο βρωμερός ποιος όντας ποια πιθυμάει. Ετοίμαζέ μου μονάχα καλά τα σημάδια. Κι αφού εσυμφώνησαν αυτά, μπήκανε πάλι μέσα.

Τα λόγια ταύτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, η Ευρυνόμη ετοίμαζε την κλίνη και η βυζάστρα με μαλακά σκεπάσματα, 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 290 και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνην, εγύρισ' η γερόντισσατο σπίτι να πλαγιάση· η Ευρυνόμη με το φως εμπρός τους προχωρούσε, 'ς την κλίνην ενώ πήγαιναν, και, αφού στον θάλαμόν τους τους πήγεν, αναχώρησε· και της αρχαίας κλίνης, 295 με την καρδιά περίχαρη, την θέσι κείνοι ευρήκαν. ωστόσο οι τρεις, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, τον χορό παύσαν, κ' έκαμαν να παύσουν η γυναίκες, καιτα ισκιωμένα μέγαρα κατόπι αναπαυθήκαν.

Τούτα εύχετ' ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• την κόρη ωστόσον έπαιρναντην πόλι τα μουλάρια. και ότ' έφθασετα υπέρλαμπρα παλάτια του πατρός τηςτα πρόθυρα τα εκράτησε, και ολόρθοι ολόγυρά της οι θεϊκοί της αδελφοί τα λύσαν απ' τ' αμάξι, 5 κ' έμπαζαν τα φορέματα•το δώμα της η κόρη εσύρθη και της άναβε φωτιάν η Απειραία γερόντισσα Ευρυμέδουσα θεράπαινα, 'που εφέραν απ' την Απείρην άλλοτε τα ισόπλευρα καράβια, και δώρο τότ' εξαίρετον εδόθη του Αλκινόου, 10 του βασιλέα, 'π' ως θεόν οι Φαίακες ετίμαν. την λευκοχέρα Ναυσικά τούτ' είχεν αναστήσει, και τώρα στιά της άναβε κ' ετοίμαζε τον δείπνο.

Είπε και πόδι βωδινόν άρπαξε απ' το καλάθι και το 'ριξε· την κεφαλή γλυκόγυρ' ο Οδυσσέας 300 να το ξεφύγη, κ' έβγαλε πικρόγελο η ψυχή του· ήλθεν αυτό κ' εκτύπησε τον στερεωμένον τοίχο. ωνείδισ' ο Τηλέμαχος τον Κτήσιππο και του 'πε· «Το πράγμ' ως ήλθε, Κτήσιππε, να χαίρετ' η ψυχή σου· τον ξένον δεν επίτυχες, ότι εφυλάχθη μόνος· 305 άλλως μ' ακόντι κοφτερό θα σ' άνοιγα τα σπλάχνα· τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμου δω μέσα· και μη κάμετετο σπίτι μου ασχημίαις· ότ' ήδη ο νους μου αισθάνεται, διακρίνει το καθένα, και το καλό και το κακό, και πλειά παιδί δεν είμαι. 310 βλέπουμε, και υποφέρουμε να σφάζονται τ' αρνία και τα κρασί να πίνεται, να δαπανάται ο σίτος· ότ' είν' έργον βαρύτατον ένας πολλούς να διώξη. αλλά να παύσετετα εξής σκληρά να μ' αδικήτε· και αν να με θανατώσετε σας σπρώχν' ήδ' η ψυχή σας, 315 το 'θελα εγώ καλήτερα, καλλιάχω ν' αποθάνω, παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις μέσατα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν».

Αυτή επλησίαζε με μίαν νοστιμάδα ευγενικήν προς τον Κουλούφ, του οποίου επήρε το χέρι και το εφίλησε, και ύστερον ετοίμαζε διά να του πλύνη τα ποδάρια εις μίαν λεκάνην χρυσήν.

Κοντός, κουρελιάρης, με μακρυά και λερή φουστανέλλα, πού κατέβαινε πειο κάτου από τα γόνατά του, άσκημος, σπανός, ξεραγκιανός και πολύ φοβιτσάρης. Έκανετο στρατόπεδο της γυναικείες δουλειές, έπλυνε, ετοίμαζε τα σφαχτά κ' έψηνε τα κοκορέτσα και τα σπληνάντερα.

Μόνον ειξεύρω ότι εύρισκε πάντοτε καλήν τροφήν δι' εμέ, και όταν εκοιμώμην μ' εσκέπαζε με τον επενδύτην του. Υποκάτω εις πυκνά φυλλώματα, μέσα εις τους θάμνους, όπου εκοιμώμεθα, μου ετοίμαζε πάντοτε την καλλιτέραν θέσιν διά κλίνην, και ενώ εκοιμώμην, πολλαίς φοραίς μοι εφαίνετο ότι έβλεπα την σκιάν του να με φυλάττη ορθία εις το πλάγι μου. Διότι αυτός είχε λογισμούς και αγρυπνούσε πάντοτε.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν