Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Κέντα μια πόλην ώμορφην, εφτάλοφη, μεγάλη, Με κυπαρίσσια αρίφνητα, μ’ ολόχρυσα παλάτια, Με πύργους, κάστρα και τζαμιά κι’ ευρύχωρα λιμάνια.... Κέντα, σαν κέρατο χρυσό κι’ ένα βαθύ λιμάνι, Κι’ απάνω του δυο μακρυά γεφύρια κυρτωμένα, Γεμάτα κοσμοσυννεφιά, να πάη πέρα-δώθε.... Στο στόμα αυτού του λιμανιού και παραμέσα ακόμα, Και παραέξω στο βαθύ, που μοιάζει σαν ποτάμι, Κέντα βαρκούλες άμετρες, κέντα καράβια μύρια, Άλλα να τρέχουν με φωτιά κι’ άλλα με τον αγέρα, Άλλα να πάνε πίσωμπρος κι’ άλλα να σταματούνε, Ανθρώπους και φορτώματα να μπάζουν και να βγάζουν... Κι’ από την δέξια τη μεριά, στου λιμανιού το έβγα, Κέντα μια ράχην ώμορφη με σπίτια και παλάτια, Κι’ απάνω της καταρραχής μιαν Εκκλησιά μεγάλη, Με τετρακόσια σήμαντρα κι’ εξήντα δυο καμπάνες, Κάθε καμπάνα με παπά και σήμαντρο με διάκο . Κέντα μπροστά στην Εκκλησιά μια απέραντη πλατεία, Γεμάτη ελληνικό στρατό, πεζούρα και καβάλλα, Σημαίες και σπαθιά γυμνά, ντουφέκια και κανόνια, Κι’ εμπρός στη θύρα την τρανή, στη μεσιανή τη θύρα, Κέντα φρουρά περίφανη, σε δυο γραμμές μεγάλες, Δυο τάγματα ευζωνικά μ’ όλο παιδιά βουνίσια, Κατακαθάρια κι’ ώμορφα, μ’ αφράτες φουστανέλλες.... Και κάτω από την Εκκλησιά, μες στον πλατύ το δρόμο, Κέντα με νου και με καρδιά δυο μακρυά φουσάτα: Τώνα ντυμένο στα χρυσά, τ’ άλλο ντυμένο μαύρα.... Στο ένα, το χρυσόντυτο, να λάμπη ο Βασιλιάς μας, Καβάλλα σ’ άτι αράπικο, με το σπαθί βγαλμένο, Και στ’ άλλο ο Πατριάρχης μας με το σταυρό στο χέρι.. Κι’ ολόγυρα στην Εκκλησιά, σα σύννεφο μεγάλο, Κέντα χιλιάδες Χριστιανούς, παιδιά, γυναίκες, άντρες, Να προχωρούν, μ’ αλλαλαγμό, για νάμπουν όλοι μέσα Στην Εκκλησιά τη διάπλατη, στο μέγα Μαναστήρι, Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, που είταν κυνηγημένη, Τόσους αιώνες σκοτεινούς, τόσους αιώνες μαύρους... Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, το νιοΧριστόςανέστη»&.

Τέλος ένα ωραίο λειβάδι όλο ρυάκια παρουσιάστηκε μπροστά τους. Ο Κακαμπός προτείνει στον κύριό του να φάνε και του δίνει πρώτος το παράδειγμα.

Ο ποταμός με τον λευκοκίτρινον βυθόν του επάφλαζε τρέχων. Ιτέαι και φιλύραι εκρέμαντο επάνω από τα σπεύδοντα νερά του. O Ρούντυ εβάδισε όλο το μονοπάτι το προς την κατοικίαν του Μυλωθρού. — Αλλά όπως λέει το τραγούδι των παιδιών: &«Μα 'στο σπίτι πού κανείς! Μόνον βγαίν' η γάζα ευθύς!»&

Ποτέ να μη μας κουράζουνε, να μη μας χαλνούν το κουράγιο η ανοησία και το μίσος, το μίσος το σιχαμερό που όλο γιομίζει το στόμα του ψεφτιές, που το ξέρει και που δεν έχει ντροπή. Και τι να δώσουμε, οι δυο μας εμείς οι μικροί, τι να δώσουμε τους κακούς, τους πλούσιους και τους πονεμένους; Πρέπει να δώσουμε στον κόσμο ποίηση όση μπορούμε.

Τι καλούδια θα σας φέρη ο Γιάνν'ς μου ολωνών, όταν έρθ'!... Και τα παιδιά, ακούοντας ότι ο Γιάννης της Μήτραινας. θα τους έφερνε καλούδια, προντίζονταν και την άφιναν ήσυχη. Πέρασαν χρόνια και χρόνια, που εξακολουθούσε η κάκω η Μήτραινα να ελπίζη, κι' όλο να ελπίζη.

Μόλις βγήκαν από το χωριό άρχισαν οι ερωτήσεις, επειδή ο τυφλός, παρ’ όλο που είχε το δισάκι του γεμάτο, ήθελε να ζητάει ελεημοσύνη από τους διαβάτες, ενώ ο Έφις παρατηρούσε: «Γιατί να ζητάμε, αφού έχουμε;» «Και αύριο; Δεν σκέφτεσαι το αύριο; Τι ζητιάνος είσαι εσύ; Φαίνεται πως είσαι καινούργιοςΤότε ο Έφις κατάλαβε πως δεν ήθελε να ζητάει επειδή ντρεπόταν, και κοκκίνισε γι’ αυτό.

Η Ρεσπίνα μ' όλο που ήτον θυμωμένη με την τόλμην του ανδραδέλφου της, του ωμίλησε με γλυκά λόγια, και τον επερικάλεσεν, να μην της ήθελε πλέον μιλήση τέτοια λόγια, παραστάνοντάς του την καταφρόνησιν και αισχύνην, που έκανε του αδελφού του, και τον ολίγον καρπόν που ήθελεν απολαύσει δι' αυτούς τους μιαρούς του στοχασμούς.

Δαμισκί σπαθί κρέμονταν με χρυσά λουριά από τη ζώση του κατά το ζέρβιο πλευρό και πίσω από το γόνατό του κρύβονταν το κρανένιο απελατίκι του. Κι απάνουόλ' αυτά, η λαμπράδα των ομματιών του και του κορμιού του η λεβεντιά έδειχναν ότ' ήτοντην καρδιά δράκος τούτος και λιοντάριτη δύναμη. Αρχοντιά κι ωμορφιά και στόλοςτο ανάστημά του όλο.

Όλο το κορμάκι του έκαιγε σαν το καμίνι, το κούτελό του ήτανε σαν πέτρα πυρωμένη απ' τον ήλιο του Θεριστή και τα μεγάλα του ξανθά μαλλιά μοιάζανε σαν φλόγες, που καίγανε αλύπητα τωραίο του κεφάλι. Δίπλα του η Μαρία τον παράστεκε βουβή και πικραμένη.

Στην Κρετσούνιτσα ζούσε ως τα πρόπερσυ ένας πιστικός, Σιάνος λεγόμενος, που πίστευε ο κόσμος, ότι τον είχαν πάρει οι Ξωτικιές. Τον είχα ρωτήσει πολλές φορές να μου ειπή πώς είταν οι Ξωτικιές, και μου έλεγε όλο και τα ίδια: — Είχα τα γίδια στην πλαγιά και καθόμουν σ’ ένα τσιογκάρι και τ’ αγνάντευα. Λάλησα λίγο τη φλογέρα, κι’ ύστερα, σα να νύσταξα, έκλεισα τα μάτια μου.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν