Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Πάραυτα εκείνος την ροή παύει, κρατεί το κύμα, κ' εμπρός του στρώνει σιγαλιά, και 'ς τ' άνοιγμα τον σώζει του ποταμού• τα γόνατα και τ' ανδρειωμένα χέρια λυγίζει αυτός, 'που η θάλασσα τον είχε καταβάλει. το σώμα του όλο επρήσκονταν 'ς το στόμα, εις τα ρουθούνια 455 ανάβρυζ' άρμη, και άπνευτος και αμίλητος εκείνος κείτονταν, και ολιγοψυχιά τον πήρε, από τον κόπο. και ως πήρε ανάσα, και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη, αμέσως τότε της θεάς ξεζώσθη το μαγνάδι, και όπου αλμυρίζει ο ποταμός τ' απέλυσε• 'ς το ρεύμα 460 τ' άρπαξ' ευθύς η θάλασσα, κ' η Ινώ γοργά το εδέχθη 'ς τα χέρια της• και αφίνοντας εκείνος το ποτάμι 'ς τον σχοίνο πέφτει και φιλεί την γη την σιτοδώρα. κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του•
Και καθώς ο Ρένας τον κύτταζε χωρίς να μιλήσει, πρόσθεσε με γλήγορη χειρονομία: — Ίσα, ίσα και χτύπησεν η σάλπιγγα.. Θα μείνετε έξω, κύριε Ρένα. Τον έστειλε στο διάβολο. Οι ναύτες είχανε μπει σε δυο γραμμές. Ήτανε γελαστοί, καθαροί και ώμορφοι. Στο Ρένα φάνηκε πως όλο το καράβι θάβγαινεν έξω. Αλλά τότε ποιοι θα μένανε μέσα; Πραγματικά δεν μείναν άλλοι από τους τιμωρημένους...
Τρεις ώρες πολεμούσανε τρεις ώρες στην αράδα, Το σπήλιο σεισμοδέρνονταν απ’ άκρη σ’ άκρην όλο, Και σαν καράβι απανωθιό στα κύματα κουνώνταν, Από το βροντοπάλεμα κι’ από τους βροντοχτύπους.
Έννοιωσε μαζί με τον αέρα, που ανακάτωνε τα μαλλιά της, που της ξεσκέπαζε το στήθος της, που έδερνε το πρόσωπο της με λύσσα, μια παράξενη, ανακατωμένη βοή. Γέλια, τρελλά γέλια, ξεκαρδισμένα γέλια, έφταναν στ' αυτιά της από μακρυά, όλο περισσότερα, όλο δυνατώτερα. Γέλια ατέλειωτα, ξεκαρδίσματα, σαν χάχανα ξελογιασμένης γυναίκας. Ένας κόμπος της ανέβηκε στο λαιμό να την πνίξη.
— Γιατί, είπεν ο ναύτης μ' αποφασιστική ειρωνεία, θα τους λερώσομε την καπνοδόχο; Κι' οι άλλοι γέλασαν. Άλλος ναύτης, μιλούσε για την πρώτη εντύπωση που τούκανεν η μπασσαβιόλα: Σαν την πρωτόειδα έκανε βρρ-βρρ-βρρ· Την έπαιζεν ένας χοντρός Κερκυραίος κι' ήτανε πιο αψηλή από δαύτον. Και όλο βρρ- βρρ-βρρ. Τάλλα όργανα γριτσανίζανε σαν ποντικάκια μπροστά της.
Να κράξεις είπε στ' άρματα όλο τον λόχο αμέσως, 65 που τώρα την πλατύδρομη μπορείς να πάρεις Τροία, γιατί στον Έλυμπο οι θεοί δεν έχουν πια διο γνώμες, τι με τα περικάλια της τους γύρισε μαζί της όλους η Ήρα, και καημοί προσμένουνε απ' το Δία τους Τρώες. Μον θυμήσου τα. Κι' εκείνος έτσι φέβγει 70 πετώντας, και ξυπνάω εγώ απ' το γλυκό τον ύπνο. Μον πάμε, κι' ίσως βγάλουμε στον πόλεμο τ' ασκέρι.
ΦΥΣΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Μα τώρα είναι κάτι άλλο για όλο το έθνος να πούμε· πρέπει τέλος πάντων ν' α λ λ ά ξ ε ι κ α ι τ ο μ υ α λ ό τ ο υ α ν θ ρ ώ π ου λιγάκι, ίσως όχι ναλλάξει καθαυτό, μα να ξεσκλαβωθεί από μια βαρειά σκλαβιά που το πλακώνει αιώνες τώρα και το κάνει να μαραγκιάζει και μαραίνεται ― η ε π ί σ η μ η γ λ ώ σ σ α. Το μυαλό του Ρωμιού πρέπει να ξεκαθαριστεί απ' αυτή τη σκουριά.
Κι' ο παπάς μαθές στον καιρό του και ταδέρφια μου και ταξαδέρφια μου, όλο μας το σώι και το σώι το δικό σας γεμιτζήδες σταθήκανε. Και μεις μαθές, και γυναίκες και μαννάδες κι' αδερφάδες, τους απαντέχαμε στην ξενητειά και με το καλό γυρίζανε πάλι και του κόσμου τα καλά μας φέρνανε. Εσύ πια θα σταθής μονάχος σημαδιακός;» Τούπε και τούπε η παπαδιά, όσα κατέβαζε η γλώσσα της.
Δ’ ΓΥΝΗ Σύμφωνες, και με την ίδια γνώμη. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Βλέπω λοιπόν πως κάματε και όλα τάλλ' ακόμη, κ' επήρατ', όπως είπαμε, Λακωνικές κουντούρες, και ανδρικά φορέματα, και ανδρικές μαγκούρες. Ζ’ ΓΥΝΗ Κ' εγώ επήρα μία απ' τον ξυλοκουβαλητή εκείνον το Λαμία την ώραν που κοιμώτανε. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Φαίνετ' αυτή τον κάνει που, όταν τη φορτώνεται στους ώμους, όλο κλάνει.
Εκεί που γινόταν η στεφάνωση κ' η θεια Ελέγκω έκλαιγε φωναχτά απ’ τη συγκίνησή της και γιατί τόχε πάρει πια σκοινί γαϊτάνι απ' τις ιστορίες του εκκλησιάρη, η Λιόλια ήτονε σα χαμένη απ' τον εαυτό της κι όλο κρυφόβλεπε κατά τους τοίχους μήπως και ξανοίξη τα μάτια των Αγίων ή τα χέρια τους να ευλογούν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν