Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
— Τι άκουσες; — Να πως η Ασήμω της θεια Πασκαλιάς λέει. . . Κάμνει αμέσως το σταυρό του περίλυπα χαμογελώντας ο Πανάγος, και, — Να μην το πη κανείς πως έχει και τίποτις από τον κόσμο κρυφό, απολογιέται του αξαδέρφου του τού Μιχάλη. Μα στάσου δα, βλογημένε, να προλάβω και να σε ρωτήξω τη γνώμη σου πρώτα.
Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος τα μάτια 'ς τον πατέρα χαμογελώντας έστρεψε, κρυφ' απ' τον χοιροτρόφο. Και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' έτοιμος ήτ' ο δείπνος, δειπνούσαν, και όλοι ευφράνθηκαν 'ς το ισόμοιρο τραπέζι• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 480 την κλίνην ενθυμήθηκαν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. Ραψωδία Ρ
Ήθελε να πάει στο Νούορο όπου υπήρχε ένας διαχειριστής ενός ατμοκίνητου μύλου, φίλος του πατέρα του, που του είχε υποσχεθεί μια θέση. Η Νοέμι σηκώθηκε χαμογελώντας. «Πόση ώρα; Δεν ξέρω να σου πω πόση ώρα είναι με το ποδήλατο. Λίγη ώρα. Εγώ πήγα στο Νούορο πριν πολλά χρόνια με το άλογο. Ο δρόμος είναι όμορφος και η πόλη είναι όμορφη, βέβαια. Ο αέρας είναι καλός και ο κόσμος είναι καλός.
Ο Θεός το έδωσε κι ό, τι δίνει ο θεός, καλό καμωμένο. Η ζωή θέλει κουράγιο, αυτή η πολυβασανισμένη ζωή. Και γυρίζει άξαφνα με την τρεμάμενη φωνή του μέσα στην κλάψα και στον πόνο της φαμελιάς του και λέει χαμογελώντας πικρά: — Ε! κουράγιο, βρε παιδιά, κουράγιο. Μη σας πήρε όλους η λιγοψυχιά. Έχει ο Θεός και για μας τους φτωχούς!...
Ο περιβολάρης ήτον ένας καλός γέρων, ο οποίος είχε γυναίκα μίαν παρομοίαν εις την ηλικίαν του· επήρεν αυτός την σακκούλαν με τα φλωριά, και χαμογελώντας μου είπε.
Ο αισθητικός κριτικός, συνεπής μονάχα στην αρχή της ομορφιάς, σ' όλα τα πράγματα αποζητάει πάντα φρέσκες εντυπώσεις, παίρνοντας από τις διάφορες Σχολές το μυστικό της μαγείας των, σκύβοντας, μπορεί, καμμιά φορά μπροστά σε ξένους βωμούς ή χαμογελώντας, αν το γουστάρη έτσι η φαντασία του, σε παράξενους νέους θεούς.
Ο παπάς ρούφηξε την τσιγάρα του, μια τσιγάρα χοντρή σαν το μεγάλο του δάχτυλο, έπαιξε το κομπολόγι του μια και δυο φορές στη φούχτα του και της είπε, χαμογελώντας: — Ακόμα δεν την έβγαλες, ευλογημένη, αυτή την ιδέα από το μυαλό σου; Ακόμα τη συλλογίζεσαι την παντρειά; Μπα! που νάχης την ευχή του Θεού. Η Ταρσίτσα πειράχτηκε ως τα κατάβαθα της καρδιάς της.
Η πιο ήσυχη γωνιά ήταν εκείνη των Πιντόρ. Καθισμένες μέσα στην καλύβα τους έτρωγαν με τον Έφις ψητό αρνί και μιλούσαν για τη Νοέμι που βρισκόταν μακριά και για τον Τζατσίντο, για τον παπά και τον Μιλέζο, χαμογελώντας χωρίς κακία. «Τις πρώτες μέρες», είπε η ντόνα Ρουθ κόβοντας ένα μικρό γλύκισμα σε τρία ίσα μέρη, «ο Τζατσίντο έλεγε συνέχεια ότι ήθελε να φύγει για το Νούορο, όπου τον περίμενε μια θέση στο μύλο.
Θα ήθελα να εξομολογηθώ…» «Κι εδώ στην κολώνα βρήκες να το κάνεις; Στο Χριστό να εξομολογηθείς!», ψιθύρισε η νεωκόρισσα χαμογελώντας ειρωνικά, αλλά ο Έφις ακούμπησε πάλι το κεφάλι στην κολώνα του άμβωνα και με τα μάτια στραμμένα προς την Αγία Τράπεζα άρχισε να ψελλίζει μπερδεμένα λόγια.
Βράζει το πλήθος μέσα στους δρόμους. Ο καθένας στη δουλειά του. Ο χωρικός ιδρώνει όξω στον κάμπο. Τα παιδιά τραγουδούν ηρωικά τραγούδια. Ο στρατιώτης γυμνάζεται· ο ρήτορας βγάζει λόγους κι ο φιλόσοφος χαμογελώντας κατεβαίνει στο γιαλό, κι όσο πλύνει τα ποδάρια του στο κύμα που τρέχει, έργα αθάνατα μελετά. Ήσυχος, κι ακάματος βαδίζει ο ποταμός και καμαρώνει. Περηφανέβεται που βλέπει τόση δόξα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν