Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Βέβαια της απεκρίθη εκείνη χαμογελώντας, είχε κάποιον χρέος να πασχίση διά την ελευθερίαν μου, παρά να με αφήση εις τα δεσμά. Και από αυτό ημπορείς να καταλάβης πως το ελάφι δεν απαρατεί την έλαφον, οπόταν εκείνη έχει χρείαν από βοήθειαν. Ύστερον από αυτά τα λόγια και άλλα, εμβήκαν εις το παλάτι το οποίον η Φαρουχνάζ το εστοχάσθη θαυμασιώτατον.

Και πώς τα χέρια της αδερφής μου κεντούν της χρυσές κλωστές στο άσπρο μεταξωτό. Μα την πίστι, ωραία αδερφή, με το δίκηο σου να σε λένε Ιζόλδη με τ' άσπρα χέρια!». Τότε ο Τριστάνος, ακούγοντας πώς τη λέγανε Ιζόλδη, την εκύτταξε πειο γλυκά, και χαμογελώντας.

Και θέλοντας να του ανοίξη και κεινού την καρδιά τον ερωτούσε χαμογελώντας, αν δεν ντρέπεται ν' αγαπάη το γιό του Λάμωνα παρά και γυρεύει με τα σωστά του να πλαγιάση μαζί με παλληκαράκι, που βόσκει γίδια· και συνάμα καμονότανε πως συχαίνεται την τραγίσια βρώμα.

Αφέντη, κάνει χρεία να ειπούμεν την αλήθειαν ότι δεν είναι ωραιότης πλέον τελεία, ούτε υποκείμενον πλέον ευγενικόν από εκείνο της Ρετζίας· μα με όλον τούτο, ακολούθησε χαμογελώντας, που και ημείς την εκυττάξαμεν με επιμέλειαν, δεν βλέπω κανέναν από ημάς τους τρεις να έχασε το λογικόν του· και διά λόγου μου λογιάζω, ότι η μορφή της εικόνος της Αλγεμάλ, που βαστώ κοντά μου, να με εδιαφύλαξεν.

Είσαι του λόγου σου μέσα στην καρδιά του κοριτσιού; Πού το ξέρεις κι' αν τον αγαπούσε; Κι' αν δεν τον αγαπούσε ήθελες να τονέ κλαίη τώρα; — Συχώρα με, ματάκια μου, είπε πάλι ο Γιαννιός χαμογελώντας κάτω απ' το μουστάκι του. Σαν είνε έτσι το πράμμα παίρνω πίσω το λόγο μου. Ο Θεός μονάχα να σου χαρίζη ζωή, να μη σε κλάψη του λόγου σου.

Αυτό δα ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας... — Καλά, παιδί μου, — της έκοψε την κουβέντα ο αστυνόμοςαυτά δεν μας ενδιαφέρουνε. Για πες μου τώρα! Απ' τον καιρό, που πέθανε η μακαρίτισσα, είχε δείξει καμμιά διαφορά ο αφέντης σου; Θέλω να πω, φαινότανε λυπημένος έκλαιγε, είπε τίποτα σημαδιακά λόγια; Η κοπέλλα αναστέναξε, χαμογελώντας μαζί. — Θεός σχωρέσ' τονε!

Τότε εγώ του είπον· οι ξένοι, κραταιότατε βασιλεύ, έχουν χρέος να φυλάξουν αυτόν τον νόμον; βέβαια, μου απεκρίθη, χαμογελώντας διά την αιτίαν της ερωτήσεώς μου· όταν είνε υπανδρευμένοι εδώ, έχουν χρέος να υπόκεινται εις τους αυτούς νόμους χωρίς εξαίρεσιν κανενός.

Θαρρεί πως είνε τούτη η ώρα που τσουγκρίζανε τα ποτήρια. «Στις χαρές σου», της είχε πει ο παπάς. «Ευχαριστώ, παπά μου, να ζήση η παπαδιά», του είχε πει εκείνη. Τώρα όμως θυμάται πως ο παπάς την είχε ευχηθή με μισή φωνή, χαμογελώντας κάτω απ' τα δασά του τα μουστάκια. Αυτή ήτανε η τελευταία μέρα που θυμήθηκε.

Όλες οι γυναίκες κοίταζαν προς τα εκεί χαμογελώντας. Τα δόντια γυάλιζαν στην άκρη από το στόμα τους. Εκείνος σηκώθηκε σαν να δραπέτευε από τη φυλακή των δυο γηραιών κυριών, αλλά όταν έφτασε στη μέση της αυλής σταμάτησε αναποφάσιστος.

Να, θέλω ένα χρώμα για το βάθρο της Δόξας μου· τόσον καιρό παιδεύουμαι κι ακόμα να το βρω. — Πού ξέρω γω, η φτωχή, από τέτοια. — Μ... βέβαια· πού να ξέρης εσύ από τέτοια! είπε με λύπηση. Έπειτα κυττάζοντας το πρόστυχο πλέξιμό της επρόσθεσε ξαναβρίσκοντας την όρεξη του·Δουλειά, βλέπω, δουλειά! έτσ' είσαστ' εσείς οι προκομμένοι! ... — Τι να κάνουμε· είπ' εκείνη χαμογελώντας πονηρά.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν