Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουλίου 2025


Η πρώτη ήταν εκείνη του Έφις επάνω σ’ ένα άλογο φορτωμένο με δισάκια και μαξιλάρια και η άλλη ήταν ενός ξένου επάνω σε ένα ποδήλατο που άστραφτε κόκκινο διασχίζοντας σαν βέλος την αυλή. Η Γκριζέντα πετάχτηκε όρθια ακουμπώντας στον τοίχο, τόσο πολύ είχε ταραχτεί. Και το ακορντεόν σταμάτησε να παίζει. «Ντόνα Έστερ μου! Ο ανιψιός σας

Ολόγυρά του και μέσα του βασίλευε νέκρα και σιωπή. Μοναχά το ποτάμι μούγγριζε δίπλα του, σα να τούλεγε ότι το μούγγρισμ' αυτό θα νάχη από δω και πέρα συντροφιά και κουβέντα του, ως που ο καιρός κ' η βροχές θα να το σωριάσουν στα ρέματά του. Ο Φώτος είχε τραβήξει με τάλογο φορτωμένο κατά το δρόμο της Λάκκας.

Ανεχώρει δε τότε και ο εξαδελφός της, ο καπετάν- Πέτρος ο Αποσπερίτης, με τα βρατσερί του, φορτωμένο πυρήνα διά τον Πειραιά. Η γραία μήτηρ, αν και εναντία πάντοτε εις το σχέδιον τούτο, όμως προς ησυχίαν και αυτών και του κόσμου, όστις δεν έπαυε να ομιλή δι' αυτάς, της έδωσε τέλος την άδειαν να ταξειδεύση, αφού έτυχεν η λαμπρά ευκαιρία, έλεγε, να υπάγη με τον εξάδελφόν της.

Κι' οι Δαναοί όλη νύχτα με δάκρια και με στεναγμούς τον Πάτροκλο θρηνούσαν. 315 Και πρώτος του Πηλέα ο γιος το μοιρολόϊ αρχίζει, κι' έβαλε απάς στου βλάμη του τα νεκρωμένα στήθια τις αντροσφάχτρες χέρες του, και στέναζε βογγούσε, σαν το λιοντάρι που μικρά του πήρε ο κυνηγάρης κλεφτά απ' το δάσος το πυκνό, κι' αφτό σα φτάσει παίρνει 320 τρεχάτο γύρα τα λογγά βογγώντας, κι' όλο ψάχνει πώς νάβρει αχνάρια τ' αρπαχτή, τι άγρια το πιάνει λύσσα· έτσι βαριά στενάζοντας μοιρολογούσε κι' είπε «Αχ ξεστομούσα αφέλεφτο τη μέρα εκείνη λόγο, σαν γκάρδιωνα τον αρχηγό Μενοίτη στο πυργί μας 325 κι' είπα πως νικητή της Τριάς και φορτωμένο πλούτη πίσω θαν του τον πάω εγώ τον ξακουσμένο γιο του· μα αχ! ίσα πάντα τους σκοπούς δε μας τους βγάζει ο Δίας, τι είναι γραφτό να βάψουμε ένα κι' οι διο μας χώμα στα ξένα αλάργα, τι κι' εγώ δε θα γυρίσω πίσω 330 να με δεχτεί στον πύργο μας ο γέρος μου πατέρας κι' η δόλια μάννα, μον εδώ θα με σκεπάσει η πλάκα.

Κι' ανάμεσ' από τα κλαριά φαίνεταιτο φεγγάρι 'Σάν να τινάζη γέρικο τη χαίτη του λιοντάρι. Το 'μάτι του χύνει αστραπαίς ας είνε γερασμένο· Κι' όταν αναστενάζουνε τα λάσια του τα στήθηα. 'Σάν να μουγγρύζη ακούγεται σύγνεφο φορτωμένο. Ποιος ξέρει τι να κρύβεται καιαυτουνού τα βύθηα, Τι πίκρα, τι παράπονο!

Ο «Ζώης μας» εδώ κι ο «Ζώης μας» εκεί, το πήγαιναν νύχτα μέρα «Το μοναχό μας, τ' αρχοντοπλό μας, το μοσχοαναθρεμμένο μας, το τζοβαΐρ μας». Είχε γιομώσ' η γειτονιά με τ' όνομα του Ζώη, φορτωμένο μ' όλ αυτά τα χαϊδευτικά χαϊμαλιά. Δεν έμεινεν άλλο τώρα παρά να χτίση και το περιπόθητο σπίτι ο Ζώης.

'Στα κοφοβούνια του Ζυγούτα κρούσταλλατα χιόνια Καιέρμα ανάμεσα κλαριά παμπάλαια-αιώνια Ο Κώστας κάθεται και κλαίει ζωμένος τάρματά του, Κι' αναστενάζοντας βαρηά, 'σάν νέφιο φορτωμένο, Φωνάζει τη γυναίκα του, φωνάζει τα παιδιά του, Είνε το μοιρολόγι του πικρό, φαρμακωμένο, Και μόνη μια παρηγοριά, βαθειά τόνε γλυκαίνει, Η δόξα του Μεσολογγιού.

Ο Γκεσούλης δεν έκανε καμμιάν αντίσταση κι' ακολούθησε τη νεκροπομπή με το κεφάλι κάτω και την ουρά στα σκέλια, βαδίζοντας στο πλάγι του μουλαριού, πούχε φορτωμένο τον αφέντη του.

Ο άλλος, γέρος μα δυνατός, με πρόσωπο κατακόκκινο και όλο του το κορμί συνεπαρμένο από ένα τρέμουλο που έμοιαζε ψεύτικο , είχε τοποθετήσει ένα καπέλο ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια του και πότε πότε έσκυβε για να δει μέσα τα κέρματα. Το βράδυ όμως έπεφτε γρήγορα, φορτωμένο με σύννεφα, και ο κόσμος έφευγε.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμβαλλόμεναι

Άλλοι Ψάχνουν