Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Εκάγχασεν, ότε τω εξηγήθη η αίτησίς μου. ― Καλά, είπε, καλά. Σου το φέρουν το υποκάμισόν σου, αλλά συ να υπάγης προς την χώραν. Επροσκύνησα και απεσύρθην. Εις την θύραν μ 'επερίμενεν ο Αράπης, προτείνων αγερώχως την παλάμην. ― Τα χαψιάτικα, είπεν ! Είχα λησμονήσει ότι οι φυλακισθέντες υπόκεινται εις του φόρου τούτου την απότισιν.

Ναι, άρχον. — Η καταδίωξις ήρχισε προ πολλού; — Σπείραι τινες ανεχώρησαν διά την Τρανστιβέρην προ μεσημβρίας, είπεν ο εκατόνταρχος απερχόμενος. — Ο Καίσαρ σου γράφει, αυθέντα, «ελθέ εάν επιθυμής», είπεν η Ευνίκη. Θα υπάγης; — Έχω πολλήν διάθεσιν και αισθάνομαι την επιθυμίαν να ακούσω τους στίχους εκείνους, απήντησεν ο Πετρώνιος. Λοιπόν θα υπάγω, αφού μάλιστα ο Βινίκιος δεν θα δυνηθή να υπάγη.

Ώρμησεν εις την θύραν και εξήλθεν. Ο Πετρώνιος δεν εδοκίμασε να τον κρατήση. Αλλά μη πεισθείς εις την άρνησιν πάσης γυναικός, ήτις δεν ήτο η Λίγεια, και μη θέλων ίνα η μεγαλοψυχία του παρελθη εις μάτην, εστράφη προς την θεραπαινίδα: — Ευνίκη, είπε, θα λουσθής, θα χρίσης το σώμα σου με μύρα και θα υπάγης εις τον Βινίκιον.

Άραγε, καλέ Θεόδωρε, και όταν υπάγης εις την Λακεδαίμονα και επισκεφθής τας παλαίστρας, θα έχης την αξίωσιν να βλέπης άλλους γυμνούς, μερικούς με ελεεινά σώματα, και συ δεν θα ξεγυμνωθής διά να δείξης το σώμα σου; Θεόδωρος.

Έπειτα από αυτά εσηκώθημεν και επεριπατούμεν εις την αυλήν· και εγώ θέλων να εμβαθύνω εις τον σκοπόν του Ιπποκράτους τον εβολιδοσκόπουν και ηρώτων αυτόν ως εξής : Σωκράτης Ειπέ μου, είπον εγώ, Ιπποκράτη, τώρα πρόκειται να υπάγης κοντά εις τον Πρωταγόραν, να πληρώσης ως μισθόν εις εκείνον χρήματα διά τον εαυτόν σου· προς ποίου είδους άνθρωπον νομίζεις ότι πηγαίνεις και διά να σε κάμη τι είδους άνθρωπον; Καθώς εάν σου ήρχετο εις τον νουν να υπάγης εις τον ομώνυμόν σου, τον Ιπποκράτη από την νήσον Κω, ο οποίος είναι από εκείνους που κατάγονται από τον Ασκληπιόν, διά να πληρώσης ως μισθόν εις εκείνον χρήματα διά τον εαυτόν σου, και σε ηρώτα κανείς, ειπέ μου, Ιπποκράτη, έχεις σκοπόν να πληρώνης μισθόν εις τον Ιπποκράτην, επειδή είναι τι είδους άνθρωπος; Τι ήθελες αποκριθή;

Αυτά 'λεγαν κ' επλάγιασαν^ ολίγον πήραν ύπνο, ότ' η καλόθρονη Ηώ δεν άργησε να λάμψη, του Τηλεμάχου οι σύντροφοι ωστόσο εις τ' ακρογιάλι 495 με βία λύαν τα πανιά κ' έβγαλαν το κατάρτι• κατόπι έλαμναν κ' έφεραν εις τ' άρασμα το πλοίο, έδεσαν τα πρυμόσχοινα, ταις άγκυραις ερρίξαν, και, αφούτην ακροθαλασσιάν εβγήκαν, ετοιμάζαν το γεύμα τους και το κρασί το φλογερό συγκέρναν. 500 και αφού χαρήκαν το φαγί, τότεεκείνους είπε ο συνετός Τηλέμαχος• «Σεις τώρα προς την πόλι το πλοίο μας κινήσετε• κ' εγώ προς τους αγρούς μου και τους βοσκούς πορεύομαι, κ' έπειτ', αφού θωρήσω τα πράγματά μου, σύθαμπα θα καταιβώτην πόλι. 505 κ' εσάς θα δώσω πρωινά, μισθόν της συνοδίας, καλό γεύμ' από κρέατα και από κρασί 'σαν μέλι». Τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου• «Κ' εγώ 'πού θε να πορευθώ, παιδί μου; εις τίνος σπίτι θα υπάγω απ' όσους κυβερνούν την πετρωτήν Ιθάκη; 510 ή αμέσωςτην μητέρα σου, 'ς το σπίτι σου, θα υπάγωΚαι ο συνετός Τηλέμαχος• «Σ' το σπίτι μας να υπάγης θα σού 'λεγαάλλους καιρούς, ότι κ' εκεί των ξένων δεν λείπ' η περιποίησις• αλλά δεν σου συμφέρει• εγώ δεν θα 'μαι, ουδέ θα ιδής, φοβούμαι, την μητέρα• 515 ότι συχνά δεν φαίνεται, 'ς το δώμα, των μνηστήρων, αλλ' απ' αυτούς ανάμερα 'ς τ' ανώγ' υφαίνει εκείνη. άνδρ' άλλον θα σου δείξω εγώ, να πας, και τούτος είναι ο Ευρύμαχος, λαμπρός υιός του συνετού Πολύβου, οπού τον βλέπουν ως θεόν εις όλην την Ιθάκη• 520 ο πρώτος είναι και ζητεί μάλιστ' αυτός να πάρη ομού με την μητέρα μου το σκήπτρο του Οδυσσέα. αλλ' αυτό ξεύρει ο κάτοικος του αιθέρα Ολύμπιος Δίας, αν θα τους στείλη την κακήν ημέρα πριν του γάμου». Και τούτ' άμ' είπε, ιδού πουλί επέταξε δεξιά του 525 πετρίτης, γοργός μηνυτής του Φοίβου, κ' εκρατούσε περιστερά μαδώντας την, και τα πτερά της κάτω του Τηλεμάχου ανάμεσον εσκόρπα και του πλοίου, τότε ο Θεοκλύμενος αυτόν εκάλεσε σιμά του μακράν των φίλων, του 'σφιξε το χέρι και τον είπε• 530 «Από θεού, Τηλέμαχε, το πουλί εκείνο εφάνη δεξιά σου• εγώ τ' αντίκρυσα και μαντικό το κρίνω. και άλλην βασιλικώτερην από την γενεά σας δεν έχ' η Ιθάκη, κ' είσθε σεις μεγάλοιτον αιώνα». Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 535 «Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε• και αμέσως την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη».

Μη φοβείσαι, απήντησεν ο σκληρός Γύφτος. Αλλ' η φωνή του έτρεμε. Η Αϊμά παρετήρησεν ότι ήσαν μόνοι. — Δεν είνε άνθρωποι εδώ; είπε. — Τώρα θα έλθουν, απήντησεν ο ακάματος Πρωτόγυφτος. — Καλλίτερα να μην έλθουν, εσκέφθη η Αϊμά. Μεγαλοφώνως δε είπε·Δεν θέλω να μείνω εδώ. — Και πού θα υπάγης; — Προτιμώ να φύγω. — Για να σου πω, είπεν ο Γύφτος, εγώ είμαι κουρασμένος, θέλω να κοιμηθώ.

Εις τοιούτης λογής λόγια εγέλασεν όλη η συντροφία· μα ο ξένος που ήτον εκεί μου είπεν· αυθέντη Μαλέχ, αν επιθυμάς να περιδιαβάσης τον κόσμον χωρίς κίνδυνον, εγώ θέλω σου δείξει, οπόταν θέλης, ένα τρόπον, που να υπάγης από βασίλειον εις βασίλειον, χωρίς να συναπαντήσης κανένα εναντίον. Ελόγιασα ότι αυτός θα εμετωρίζετο.

Εγώ βλέποντας το αμετάθετον της γνώμης του και στοχαζόμενος τον κίνδυνον, εις τον οποίον ευρίσκονταν, που αν δεν τον υπήκουα απέθνησκεν από την θλίψιν και από την απελπισίαν του, τον επαρηγόρησα, και του έταξα να κάμω ως επεθύμει, λέγοντάς του· μην έχεις καμμίαν έγνοιαν, ω αγαπημένο μου βασιλόπουλο, διατί εγώ θέλω μιλήσει του βασιλέως του πατρός σου με άλλον τρόπον, διά να σου δώσω θέλημα να υπάγης όπου θελήσης.

Απεκρίθη ο ψαράς· ω Τελώνιον πονηρόν, γνώριζε ότι οι πανουργίες σου δεν χρησιμεύουν πλέον, δεν εμπιστεύομαι πλέον εις τα λόγια σου· εις το βάθος της θαλάσσης σου τυχαίνει να υπάγης και να μείνης εκεί έως το τέλος του κόσμου. Το Τελώνιον πάλιν τον παρακαλεί· άνοιξέ μου, ελευθέρωσέ με, και θέλεις μείνει ευχαριστημένος από εμένα.

Λέξη Της Ημέρας

σαδδουκαίον

Άλλοι Ψάχνουν