Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουλίου 2025


Ο Αράπης με όλον που ήτο κλέπτης επαρακινήθη εις σπλάγχνος, και ξεπεζεύοντας έβγαλε την Ρεσπίναν από τον λάκκον και την έβαλεν οπίσω από το άλογόν του, και καβάλλικεύοντας και αυτός εμίσευσεν. Αυθέντη του λέγει η Ρεσπίνα, που έχεις να υπάγης; εις την τένταν μου, απεκρίθη αυτός, η οποία δεν είναι πολλά μακρυά.

Ας είναι του απεκρίθη η βασίλισσα, ημπορείς να υπάγης διά να δώσης αυτήν την ευχαρίστησιν του λαού σου, επειδή και η παρουσία σου είναι πολλά αναγκαία εις το βασίλειόν σου· διότι εγώ ηξεύρω, ότι οι Μογγόλοι σηκώνουν εναντίον σου δυνατόν στράτευμα. Μίσευσε το λοιπόν διά να υπάγης να διαφεντευθής και θέλω έχει και εγώ την επιμέλειαν διά να έλθω να σε εύρω, και να σε βοηθήσω αν λάβης χρείαν.

Άλλως, θα υπάγης εις την κόλασιν. — Πού; — Εις την κόλασιν, επανέλαβεν η Σιξτίνα. — Και πού είνε αυτή η κόλασις; ηρώτησεν η Αϊμά. — Η κόλασις είνε εις τα καταχθόνια του Άδου, είπε μετά πεποιθήσεως η Σιξτίνα. Η Αϊμά εσιώπα. Εν τούτοις ενόησεν η Σιξτίνα ότι είχεν εκλέξει κακήν μέθοδον. Ο σκοπός αυτής κατ' αρχάς ήτο να πείση την νέαν ότι οφείλει να εξομολογηθή, και να εκτελέση αυτή χρέη πνευματικού.

Διότι προς τα εκεί θα υπάγης απομονωθείς ταύτης της ειρκτής, εκεί όπου όλα είναι χωρίς πόνους και στεναγμούς και αγήρατα, βίος δε ήσυχος και χωρίς κακά, ευτυχών εις ησυχίαν ασάλευτον και πανταχόθεν θεωρών την φύσιν, φιλοσοφών όχι προς όχλον και προς θέατρον, αλλά προς μίαν γνησίαν αλήθειαν.

Τι με θέλεις, πατέρα; εψέλλισεν η Αϊμά. — Είσαι διά ταξείδι, είπεν ο Γύφτος. — Διά ταξείδι; επανέλαβεν ο Μάχτος απορηματικώς. — Θα υπάγης μαζύ με τους φίλους μου εκεί, είπεν αυθαδώς ο Πρωτόγυφτος, δείξας την θύραν. — Διά πού, πατέρα; ηρώτησεν ενεός ο Μάχτος. — Δεν είνε δουλειά σου, εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Σύρε να πλαγιάσης. Γμρου!

Ραψωδία Π Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν, κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων. και οι σκύλοιτον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5 τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν, και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου• «Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι, αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10 Κ' εφάν' ιδούτα πρόθυρα ο ποθητός υιός του• 'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε. και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15 κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα, μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος έκλεισεταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20 τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει, και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο. αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25 θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη• τιτον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις, αλλάτην πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».

Τι πράγμα; — Δεν μπορείς να πάγης; — Πού; — Εις το μοναστήρι. — Με τα σωστά σου το λες; — Δεν είνε τρόπος; — Ω διάβολε, τρόπος. — Ώστε θα μ' αφήσης εις την στενοχωρίαν; — Να ήτο στενοχωρία, ναι. Αλλ' αυτό δεν μου φαίνεται σπουδαίον. — Δεν σου φαίνεται; Νόστιμον. — Ας είνε όσον νόστιμον θέλει. — Ας αφήσωμε τα λόγια, είπεν ο Τρανταχτής. Θα υπάγης; — Διάβολε! επιμένεις, βλέπω. — Βέβαια επιμένω.

Πρωταγόρας Παιδί μου, θα λάβης την εξής ωφέλειαν, εάν έλθης κοντά μου, την ημέραν κατά την οποίαν θα συνομιλήσης μαζί μου, θα υπάγης εις το σπίτι σου, αφ' ου γείνης καλύτερος παρ' ό,τι ήσο, και την ακόλουθον ημέραν το ίδιον θα συμβή και κατ' εξακολούθησιν κάθε ημέραν θα προκόπτης εις το καλύτερον. Και εγώ, αφ' ου ήκουσα αυτά, είπον.

Έχεις δίκαιον. — Και ο αφέντης πού είνε; ηρώτησεν ο Πρωτόγυφτος. — Προ μιας ώρας ανεχώρησε διά την Σπάρτην. — Λοιπόν θα υπάγης και συ εκεί; — Αύριον πρωί. — Ναι, αλλά φύγε απ' εδώ να μη σε ιδή. Ο άνθρωπος εξελθών, εστράφη περί τον βράχον, και απεμακρύνθη ταχέως. Ο Γύφτος επανήλθε προς την Αϊμάν και τη είπε·Πάμε, κόρη μου. — Μας δέχονται; ηρώτησεν η νέα. — Μας δέχονται. Είνε καλοί άνθρωποι.

Όλην την νύκτα εσυλλογιζόμην δι' αυτό, αλλά τέλος το ηύρα. — Και τι ηύρες αφέντη; τω είπεν ο Βράγγης. — Σηκώσου γρήγορα. — Είμαι όρθιος, αφέντη. — Ετοίμασε το άλογόν σου, παιδί μου. — Αλλά δεν έχω άλογον, είπε μετ' απορίας ο Βράγγης. — Δεν πειράζει, πηγαίνεις με τους πόδας σου. — Και με τας χείρας μου, αν ήτο τρόπος. — Να υπάγης γρήγορα να εύρης τον παλαιόν μου φίλον τον Λιμπέρην.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν