United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν αποβάσταξε όμως ως τέλος ο χρυσόκαρδος ο Ιεράρχης, μόνο μιλώντας απάνω σε μια από τις μεγαλήτερες εκείνες συφορές, συνεπήρε τον ταραγμένο του νου η θλίψη κ' η απελπισία, αντρίκια όμως κι αυτή. «Ως πότε» έλεγε «ως πότε θα στέκουμαι στα τειχίσματα απάνω;... Πάει πια, πιανούμαστε, δενούμαστε, πουλιούμαστε σκλάβοι... Κι ως τόσο εγώ θα μείνω εκεί που βρέθηκα, στην Εκκλησιά μου, στη χώρα μου.

Είπε, κι' εκιός τον άκουσε κι' ήρθε σιμά τρεχάτος, κι' είχε στα χέρια φονικές σαΐτες και δοξάρι πισώσυρτο· κι' αρχίζει εφτύς να ρήχνει στα γιομάτα. Και του Πεισάνορα βαράει το γιο, τον άξιο Κλείτο, 445 το σύντροφο του φημιστού λεβέντη Πολυδάμα, ενώταν μες στην άμαξα.

Μπαρμπα-Έφις, πρέπει να σας πω κάτι: προχθές το βράδυτο βράδυ μένω κλεισμένος μέσα στο καλύβι, επειδή φοβάμαι τα φαντάσματα, και πάντα ακούω τη γιαγιά μου να ξύνει την πόρταπροχθές το βράδυ λοιπόν, πόσο τρόμαξα! Ένιωσα κάτι μαλακό να κουνιέται στα πόδια μου. Φώναξα, μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας, αλλά την αυγή είδα ότι ήταν ένας τραυματισμένος λαγός.

Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της βραδιάς εκείνης παρά πως με σήκωσαν και με βάλανε στο κρεββάτι. Είπαμε πως είτανε χειμώνας, και χειμώνας βαρύς. Ξύπνησα την αυγή και τουρτούριζα. Έτσι θάτρεμε κ' η Λενιώ, είπα στο νου μου. Σφύριζε ο βοριάς στα παράθυρα. Είταν ακόμα σκοτάδι, μα η καντήλα μισόφεγγε μπροστά στα κονίσματα. Ακούγοντας θόρυβο κάτω, σηκώθηκα και κατέβηκα.

Πλησίασε τον Έφις και στάθηκαν μπροστά στην κλειστή εξώπορτα των Πιντόρ. Πάνω στα σκαλοπάτια φύτρωναν τσουκνίδες. Ο ντον Πρέντου θυμόταν πάντα τη Νοέμι να στέκετε εκεί και να περιμένει στη σκιά. «Ωραία. Συνεννοηθήκαμε; Πρέπει να κάνεις όπως σου λέω, κατάλαβες;» «Κατάλαβα. Θα κάνω τα πάντα», είπε ο Έφις. Χτύπησε, αλλά κανείς δεν άνοιγε.

Ήτον ένα ανάμεσα στα άλλα ονομαζόμενον Αφρικός, μεγάλον καθ' υπερβολήν και φοβερόν, και άσχημον πολλά· αυτό έστεκε δεμένον με χοντρές αλυσίδες εις έναν στύλον, εις τρόπον που του εσήκωναν την ελευθερίαν διά να κάμη παραμικράν κίνησιν. Ο βασιλεύς γυρίζοντας προς αυτό του είπεν.

Και 'ςτά τραγούδια τα πολλά και 'ςτά πολλά τουφέκια, Άλλοι χρυσαίς δίνουν ευχαίς κι' άλλοι καλωτυχίζουν: — Χαρά 'ςτά δυο τα νηόγαμπρα, χαρά και 'ςτούς γονηούς τους! . . . Η ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΩΣ κ. Α. Προβελεγγίω Πλέν' η Μαριώ 'στόν ποταμό, πλένει ταις φορεσιαίς της.

Κι' εκεί ένα βαθυγράσιδο μέσα έφτιανε μετόχι, 550 που θεριστάδες, τροχιστά στα χέρια τους δρεπάνια βαστώντας, δώσ' του θέριζαν· κι' απ' τις χουφτιές λες άλλες έπεφταν χάμου απανωτές στη γης αράδα αράδα, άλλες πάλε έπαιρναν γοργοί δετάδες ναν τις δέσουν. Τρεις οι δετάδες π' όριζαν· και τα παιδιά από πίσω 555 δίχως να στέκουν αγκαλιές το χόρτο κουβαλούσαν κι' έδιναν πάντα.

Κι' αφτή η βουλή τού φάνηκε σαν πιο καλή στο νου του· πρώτα να πάει στο Νέστορα πριν άλλους κράξει αρχόντους, μην κατεβάσει ωφέλιμη καμιά βουλή μαζί του π' ολόκληρο απ' τη συφορά τα' ασκέρι ναν του σώσει. 20 Κι' εφτύς σηκώνεται, φοράει το ρούχο στο κορμί του κι' ώρια αμποδένει σάνταλα στα παχουλά ποδάρια, έπειτα βάζει παρδαλή προβιάμακριά ως στα πόδιαξανθού μεγάλου λιονταριού, και παίρνει το κοντάρι.

Άλλη ιστορεί το Χριστό σε μεγαλόπρεπο θρόνο, και βλογάει κρατώντας ανοιχτό βαγγέλιο, με γράμματα μέσα «Ειρήνη υμίν, Εγώ ειμί το φως του κόσμουΖερβόδεξα αυτής της εικόνας είναι οι προτομές της Παναγιάς και του Αρχάγγελου Μιχαήλ μέσα σε δίσκους, κι αυτοκράτορας στεφανωμένος και λαμπροφορεμένος προσπέφτει στα πόδια του Ιησού.