Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Ο μπάρμπα-Μοναχάκης που ξέρει καλά πως εγώ δεν είχα καμμιά δουλειά στα νησιά, κ' ήθελα να πάω στην πατρίδα μου και μόνο, είνε βέβαιος πως τράβηξα ίσα πέρα για τα Τραχήλι, κι' αν με προφτάση πριν πατήσω το πόδι στον Αγνώντα, το μικρό λιμανάκι του δικού μας του νησιού, ελπίζει να με καταφέρη να τον ακολουθήσω πίσω στο χωριό το δικό σας.

Όρισε, αποκρίθηκα στη φωνή, φίλησα την άρρωστη, πριν προφτάση να μεμποδίση, κιόταν γύρισα να φύγω διάκρινα το κεφάλι της μητέρας μου πάνω από το χαμηλό αυλόγυρο. — Επαδά 'σαι, μωρέ, πάλι; είπε η φωνή της μάνας μου πειο ξαγριωμένη. — Μη φοβάσαι, Βαγγελιό, πράμμα, είπα σιγά στην άρρωστη. Έπειτα έτρεξα έξω και στο δρόμο βρέθηκα μπροστά στη μάνα μου.

Συνηθισμένος ο Μυλόρδος από τέτοια συστήματα, την παρεκάλεσε να μην κοπιάζη, μόνο ας τον αφήση μονάχο ώσπου νάρθη κι ο νοικοκύρης. Δεν έμεινε πολλήν ώρα μονάχος του ο Μυλόρδος, παρά πρι να προφτάση να ξεδιαλύνη αν τόνομα του χωριού είνε κι αυτό της αρχαιότητας απομεινάρι ή της σκλαβιάς απλό γέννημα, ήρθε ο Προεστός ο Αλεξαντράκης, και μαζί του κι ο Σφακιανός.

Ο λοστρόμος όσο έβλεπε τον καιρό να βαστάς το χαβά του και άκουε την τρούμπα που πολεμούσε να προφτάση τα νερά και τα τριξίματα του καραβιού στο σκαμπανέβασμα μουρμούριζε ολοένα, δυνατά τώρα, μιλώντας στον Γερο-Φλώκο: — Έλα, Χριστέ και Παναγιά, με τούτο το κακό. Βρε μάτια μου, Φλώκο, κατάλαβες πως αυτός ο χριστιανός βάλθηκε να μας πνίξη; Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά.

Ω ευλογημένο χεράκι, που μου 'δωσες τέτοια συγκίνηση. Και πριν η κόρη προφτάση ν' αντιληφθή το κίνημά του, ο Δημητράκης άδραξε το χέρι της και το κόλλησε στα χείλη του. — Ευλογημένο κι αγιασμένο χεράκι· είπε κυττάζοντάς την με ταπείνωση και λατρεία σα νάβλεπε εικόνισμα. Εκείνη έσυρε το χέρι της βιαστικά και χαμήλωσε τα μάτια της κατακόκκινη. Πρώτη φορά ένοιωθε του Δημητράκη τα χείλη απάνου της.

Μόνε τέτιον προκομμένον Οχ τη φύσι προικισμένον, Να τον λέγουν μερικοί, Πως είναι άδιος, κούφιος όλος, Και ψευτιάς μονάτης δόλος... Πώς οι αθρώποι είναι κακοί! Λεν αυτοί, ένας να προφτάση Στους πενήντα, να μη σκάση, Απ' εκείνους που τηράει, Είναι απόρεμα μεγάλο. Μον αυτό, εγώ αν δεν σφάλλω, Μες το νου μου δε χωράει.

Έδοσε μια, πριν το προφτάση η μάνα· άπλωσε απ την ποδιά της, εβύθισε το κατατρυφερό χεράκι του στ' ολόκαφτο το λάδι, που σίδερο νάταν θα τόψηνε. Για τούτο κάθε χρόνο αποτότε, τη νύχτα της παραμονής, μέσα στη μεγάλη μας χαρά που τέτια μέρα ξημερώνει, θυμόμαστε κ' εκείνη τη βραδιά. Κι αν την ξεχάσουμε κανείς, μα της μανούλας η καρδιά δε λησμονά, τέτιες λαχτάρες.

Μόνο σαν την είδε να κλαίη και να δέρνεται, πήδησε ένα κλαδί παρακάτω, έσκυψε πάνω απ' το κεφάλι της και της είπε: — Γιατί κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα; Αργεί ακόμα η αυγή. Σύρε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεββάτι, για να σε προφτάση ο αγαπημένος σου. Η όμορφη χήρα αναστέναξε και είπε: — Καλό πουλί, το νυφικό μου κρεββάτι τόχω στρωμένο εδώ πέρα. Θα τον περιμένω ως που να γυρίση...

Δυο πιστολιές ακούστηκαν στο σούρουπο, και καταμεσής στη σκάλα του λιμανιού, πλημμυρισμένη από κόσμοότι ήταν φτασμένο το βαπόριένας άνθρωπος έφερε βιαστικά την απαλάμη στο στήθος, κλονίστηκε στα πόδια του κ' έγειρε απάνω σε δυο ξένα χέρια, που απλώθηκαν να τον βαστήξουν. Ο φονιάς τού την είχε ανάψει από κοντά, στήθος με στήθος, πριν προφτάση καλά-καλά να τον καταλάβη.

Σήκω απάνω, Κεριάκο! του είπε, ο γαμπρός εσηκώθη με δυσκολία· ήταν ελεεινός από το μεθύσι· πριν όμως προφτάση να τον ρωτήξη η αρχή, τον επλησίασεν ο Κοντοπάνης. — Μπρε Κεριάκο, του λέει δυνατά και θυμωμένα. Εσεδά κάνουνε οι τίμιοι άνθρωποι; Αρρεβωνιαζόνται και ύστερα πέρνουνε άλλες; — Μα το θεό, ετραύλισεν ο Κεριάκος· δεν ηξέρω τίβοτα.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν