Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Κι ο Λάμωνας από τη σαστιμάρα του και τούτα έλεγε: — Ωϊμέ, η τριανταφυλλιά πώς είναι τσακισμένη! πω, πω! τα γιούλια πώς είναι πατημένα! ω! οι λαλέδες και τα μανούσια που τα ξερρίζωσε κάποιος κακός άνθρωπος! θάρθη η άνοιξη κι αυτά δε θ' ανθίσουν· θα ξαναγυρίση το καλοκαίρι κι αυτά δε θα λουλουδίσουν· το χυνόπωρο, με αυτά κανένανε δε θα στεφανώσουνε· μήτ' εσύ, αφέντη Διόνυσε, δε λυπήθηκες τα κακόμοιρ' αυτά λουλούδια, που καθόσουνε σιμά τους και τάβλεπες, και που μ' αυτά σ' εστεφάνωσα πολλές φορές· πώς θα δείξω τώρα το περιβόλι στ' αφεντικό; και ποιος θα γίνη εκείνος άμα τα ιδή; θα κρεμάση γέρο άνθρωπο από καμιά φτελιά, σαν το Μαρσύα· μα ίσως και το Δάφνη, σάματις να τάχουν κάμει αυτά τα γίδια του.
Μάλιστα οι άνθρωποι, που αγαπούν τα ρηχά, τρέχουν πολλές φορές σιμά στα βάθη· εκείν' η ίδια δειλιά τους, είτε η οκνηρία, τους σέρνει. ΣΕΒΑΣΤ. Παρακαλώ σε, λέγε· το κύτταγμά σου, η όψη σου, κηρύττουν κάτι σημαντικό, και ένα γέννημα βέβαια, που σου δίνει μεγάλη οδύνη όσο να φανερωθή. ΑΝΤΩΝ. Ιδού, Κύριε. ΣΕΒΑΣΤ. Δεν έχω καμμιάν ελπίδα να μην επνίγη.
Τι απ' όντας βρήκε θάνατο με το σπαθί σου ο γιος μου, στιγμή κάτου απ' τα βλέφαρα δε μούκλεισαν τα μάτια, μον κλαίω στενάζω, τις πολλές τις πίκρες μου αναδέβω, κι' όξω κυλιούμαι στα σβουνιά μες στης αβλής το γύρο. 640 Τώρα να κι' έφαγα ψωμί και μούβρεξε τα χείλια λίγο κρασάκι· μα όμως πριν δεν είχα αγγίξει στάλα.»
Και τον καιρόν που οι φίλοι εχαίροντο, έρχεται η μάνα της νύμφης και την παίρνει από το χέρι και εμίσευσαν από εκεί. Έπειτα από ολίγον έρχεται ο Μουφάκ και με παίρνει και εμένα, και με φέρνει εις ένα χοντζερέ πολλά εύμορφα στολισμένον εις τον οποίον ήτον ένα κρεβάτι στολισμένον με χρυσά παπλώματα και τριγύρω του πολλές λαμπάδες αναμμένες.
Τοίχοι ψηλοί με πολλές σκάλες και σκαλάκια και δρομάκους και ανήφορους και χάβρα εβραίων χωρίζει το μαχαλά απ' όλη την Πάτρα απλόνεται κάτασπρη και μακριά ως τη θάλασσα με τους φαρδείς της δρόμους, τις κόκκινες στέγες των σπιτιών τις καπνοδόχες των φαμπρικών τις πλατείες της, το λιμάνι της γεμάτο καράβια, καΐκια, βαπόρια, βαρκούλες, ως το φανάρι του μώλου που αντικρύζει ψηλό κι ίσιο πέρα την ανοιχτή θάλασσα που μέσα της βουτάει όλος μεγαλείο και μεθύσι κάθε βράδι ο ήλιος καταφλογισμένος, και τη Βαράσσοβα και την Παλιοβούνα δυο βουνά, δυο τεράστιους και περήφανους βράχους ορθοκοφτούς ίσους σαν από μαχαίρι.
Δεν εννοούσα γιατί καθόμουνα εκεί και γιατί ήθελα να κάμω αυτόν το δρόμο μέσα στη δυνατή βροχή, αυτόματα όμως, όπως και πρωτήτερα, είπα του αμαξά: — Γλήγορα, όσο μπορεί να τρέξη το άλογο. Το μικρό παιδί μου πεθαίνει. Ο αμαξάς μας είχε φέρει με το αμάξι του πολλές φορές. — Είναι το μικρό αγοράκι, που είναι τόσο ωραίο; ρώτησε.
Όσα για τα μέσα που ο Σαίξπηρ είχε στη διάθεσή του πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, ενώ πολλές φορές παραπονιέται για τη στενοχώρια της σκηνής, όπου 'πάνω θέλει να παρουσιάση μεγάλα ιστορικά δράματα, και για την έλλειψη σκηνοθεσίας που τον αναγκάζει να περικόψη πολλά επεισόδια του υπαίθρου που θα έκαναν εντύπωση· όμως πάντα γράφει σαν δραματοποιός που είχε στη διάθεσή του πλουσιώτατο θεατρικό βεστιάριο και που μπορούσε να βασισθή στη φροντίδα των ηθοποιών για να ντύνωνται και φτιασιδώνωνται μοναχοί τους.
Διότι εφρόνει ότι εις άνθρωπον καλόν και αγαθόν πολλές φορές συμβαίνει ώστε να βιάζη ο ίδιος τον εαυτόν του να επαινή και ν' αγαπά ένα άλλον· συμβαίνει λ. χ. πολλές φορές εις ένα άνθρωπον να είναι βιασμένος ν' αγαπά στραβοκέφαλον μητέρα ή πατέρα ή πατρίδα ή κανέν άλλο από τα τοιαύτα.
Και σα θες να μάθης και περσότερα, οι κακές γλώσσες λένε πως απαντηθήκανε κρυφά πολλές φορές μες στις κουμαριές και πως και λόγο έδωκε μαθές της παπαδιάς για να την πάρη». Έκανα και πάλι το σταυρό μου. «Με γεια του, με χαρά του, λέω. Μα ποιος τον κυνηγούσε και τόσο βιάστηκε; Με το καλό θα γυρίζαμε μια μέρα». «Λογαριάζεις, μου λέει, ο λοστρόμος, καλή του ώρα!
Ετούτο το συμβάν εμαθεύθη πολλά ογλήγορα εις όλην την χώραν, και έγινεν εις όλους αξιογέλαστον το εμπαίξιμον του Κατή, και διά πολλές ημέρες δεν ωμιλούσαν άλλο παρά δι' αυτόν· Ημείς ξεχωριστά εχαρήκαμεν μεγάλως διά την εκδίκησιν που εκάμαμεν του Κατή, χωρίς παντελώς να το καταλάβη· Απερνώντας αυτή η εκδίκησις, έστειλα ένα μετζίλι διά να διηγηθή του βασιλέως πατρός μου τα όσα μου εσυνέβηκαν αφού και εμίσευσα από κοντά του, και τον εβεβαίωσα ότι ογλήγορα ήμουν διά γύρισμα ομού με την αγαπημένην γυναίκα που επήρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν