United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


τα μέγαρά μου τους γονείς να μου περιποιήσαι 'σαν τώρα και καλήτερα, όσ' είμ' εγώτα ξένα• και όταν ιδής το πρόσωπο του υιού μας να γενειάση, τότ' άφησε το σπίτι σου και άνδρ' όποιον θέλης πάρε. 270 εκείνος τούτα μου 'λεγε, και όλα θα γείνουν τώρα• θα 'λθη ποτέ του μισητού γάμουεμένα η νύκτα, την έρμη, οπού μ' αφαίρεσε κάθε χαράν ο Δίας. και πάλιν άλλος την καρδιά φρικτός μου θλίβει πόνος• ως τώρα δεν ήταν αυτός ο τρόπος των μνηστήρων. 275 οπόταν νέαν ευγενή πατρός πλουσίου κόρη θέλουν, και συνερίζονται ποιος να την πάρη νύμφη, βώδια και αρνία διαλεκτά δικά τους φέρουν, γεύμα της κόρης εις τους συγγενείς, και δίδουν λαμπρά δώρα• όχ', οι μνηστήρες χάρισμα το ξένο βιο δεν τρώγουν». 280

Τον υιόν της τον καπετάν Κομνιανόν, τον επαντρολογούσεν ήδη η γρηά Κομνιανάκαινα, αν και δεν είχε χρονίσει ακόμη η νύμφη της, η μακαρίτις. Τα δύο ορφανά, μία κόρη οκταέτις και έν τετραετές παιδίον, εφόρουν μαύρα, κατάμαυρα, όπου εστενοχώρουν κ' εχλώμιαιναν τα πτωχά κάτισχνα κορμάκια των, και ήτον καϋμός καρδιάς να τα βλέπη τις.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Ο Χάρος που την ήρπασε να την μοιρολογήσω, μου έδεσε την γλώσσαν μου και φράζει την φωνήν μου. ΠΑΡΗΣ Είναι η νύμφη έτοιμη διά την εκκλησίαν; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Να 'πάγη έτοιμη, αλλά... διά να μη γυρίση! Ω υιέ μου, την παραμονήν του γάμου σου, την νύκτα, ο Χάρος με την νύμφην σου επλάγιασε.

Λέγεται δε ότι η θαλασία Νύμφη δεν έμεινε μέχρι τέλους άτεγκτος και συνήνεσε να είνε ορατή άπαξ του μηνός εις τον λατρευτόν της. Εις αμοιβήν της ευνοίας ταύτης ο Αννίβας κατέστη ένθερμος κήρυξ και απόστολος της παλιμψήστου θρησκείας του Πλήθωνος. Το ανωτέρω διήγημα ετύγχανε πολλής πίστεως περί τα μέσα της ιε' εκατονταετηρίδος.

Και συνώδευε λοιπόν την γραίαν εις το παμπάλαιον και στοιχειωμένον μέγαρον, σταλείς επίτηδες παρά του καπετάν-Γιαννάκη, θέλοντος να προλάβη δυστύχημα πιθανόν εις τοιαύτας περιστάσεις, ίνα προετοιμάση ο ιερεύς εν ειρήνη ψυχής την μετά της μητρός του πρώτην συνάντησιντην συνώδευε πρόθυμος ο γέρων πνευματικός εκεί όπου την ανέμενον με χαράν τόσα φαιδρά πρόσωπα, τέκνα και νύμφη και εγγονοί, της χαράς τα φαντάσματα, των πόθων της τα όνειρα, τα οποία εν ταις μυστικαίς βουλαίς του Θεού τόσον τρυφερώς ενίοτε πραγματοποιούνται.

Εκ πλαγίου και μακρόθεν είχεν όψιν λιγυράς χάριτος, εγγύθεν και κατά μέτωπον, προέκυπτεν όλη μεστή και αμφιλαφής, βαθύχλωρος, επιβάλλουσα ως νύμφη.

Είπε, και αυτόν εβρόντησε ψηλάθε μέγα κύμα με ορμή φρικτή, κ' εγύρισε κλονώντας την πλωτή του. και απ' την πλωτήν έπεσε αυτός μακράν, και το πηδάλι 315 απέλυσε απ' τα χέρια του•την μέση το κατάρτι φρικτή του σύντριψε πολλών σμιχτών ανέμων ζάλη, κ' η αντένα ομού και το πανίτο πέλαο πέσαν πέρα. πολληώρα τον εσκέπασεν η θάλασα, ουδ' εμπόρει να έβγη ευθύς, απ' την ορμή, 'που 'χε το μέγα κύμα, 320 βαρύς από τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη. αργά εσηκώθη, κ' έφτυσε πικρήν από το στόμα την άρμη, 'πώρρεε ρονιαίς από την κεφαλή του. και την πλωτή δεν ξέχασε, μ' όλα τα πάθη οπού 'χε, αλλ' ώρμησε εις τα κύματα κ' επιάσθηκε απ' εκείνη, 325 κ' εκάθισε εις την μέση της, τον θάνατον να φύγη• κ' εδώ την έφερνε κ' εκεί το ρεύμα των κυμάτων• και ως το φθινόπωρ' ο Βορηάς τ' αγκάθιατην πεδιάδα σέρνει, και αυτ' όλα δένονται πυκνά, και αυτήν ομοίως κείθε κ' εδώθ' οι άνεμοιτα πέλαγος εφέρναν. 330 και πότε ο Νότος του Βορηά την ρίχνει να την πάρη, και πότε ο Εύρος δίδει την κυνήγι του Ζεφύρου.

Και πάλιν άλλος υβριστής έλεγε• «Ποιος ηξεύρει εάν και αυτόςτο βαθουλό καράβι θα πλανάται μακράν των φίλων και χαθή, ωσάν τον Οδυσσέα; εις κόπους θα μας έβαζε τότε, να μοιρασθούμε τα κτήματ' όλα, αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 335 να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που ήθε την πάρη νύμφη».

Και όμως η θειά-Αρετώ δεν ήτο στρίγλα· και όμως, αφού επί δέκα έτη της έδιδεν ευχάς και συμβουλάς, αρχίζουσα πάντοτε από την φράσιν αυτήν: «Ζήσης, χρονίσης, θυγατέρα», την ημέραν καθ' ην έγεινε νύμφη εκείνη, οργισθείσα η μήτηρ από περισσάς ίσως απαιτήσεις του γαμβρού, ως προς την προίκα, από διφορουμένην ίσως και παθητικήν στάσιν της κόρης, τις οίδεν, από τι τέλος, της είπεν, εις τον θυμόν της επάνω «να μη χρονίσηΚαι πράγματι δεν εχρόνισε.

Ειπέ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν . . . διά να μη κάμω ακουσίως κακόν. Δεν είμ' εγώ νύμφη αθάνατος· θα ζήσω όσον αυτό το δένδρον . . . Εξύπνησα έντρομος, κ' έφυγον . . . Ήτο ήδη μεσημβρία, και ο ήλιος εμεσουράνει. Έκαιεν υψηλά, υπεράνω της κορυφής της δρυός, ήτις ήτο σκιά αδιαπέραστος . . . Από τον αντικρυνόν λόφον ήκουσα φωνήν να με καλή εξ ονόματος.