Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Μα οι νέοι τα εσιάξανε μεταξύ τους, και η κόρη — π' ανάθεμά της! — αγάπησε τον Κιαμήλη τόσο πολύ, που ο γέρος αναγκάσθηκε να δαγκάση τα χείλη του και να σιωπήση, έτσι αψύς και υπερήφανος που ήταν. Γιατί άλλο παιδί από την Ναζιλέ δεν είχε και δεν ήθελε να την λυπήση. Έτσι εδώσανε σημάδι και αρραβωνιασθήκανε. Ποιος το ήξευρε να τους πανδρεύση τότε, και να τους φέρη στην Πόλι.

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ε! Μην το λέτε αυτό. ΑΡΓΓΑΝ Πώς! να μην το λέω αυτό; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Όχι. ΑΡΓΓΑΝ Και γιατί να μην το λέω; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Γιατί όποιος σας ακούση, θα πη πως δεν σκέπτεσθε τι λέτε. ΑΡΓΓΑΝ Ας πη ό,τι θέλει· εγώ σου λέω ότι θέλω να εκτελέση η κόρη μου την υπόσχεσι που έχω δώσει. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Είμαι βεβαία πως δε θα το κάνη. ΑΡΓΓΑΝ Θα την αναγκάσω να το κάνη. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Σας λέω πως δε θα το κάνη.

Πετροκότσυφας , πετροπέρδικα, πετροχελίδωνο, πέρδικα και χελιδόνι του βουνούΠλουμίζω = κεντώ, πλουμίδι , κεντίδι. — Περογλίες και περγουλιές τα απλωμένα επάνω εις κρεββάτια κλήματα. — Πλατόνι, το αλάφι. — Περδικομμάτα , κόρη με μάτια ωραία σαν της πέρδικας. — Προσκάμνια και στρουγγολίθια , τα λιθάρια που είνε 'μπροστάτην ποριά της στρούγγας και κάθηνται οι αρμεχτάδες. — Πόσι , μανδήλι. δεμένοτο κεφάλι. — Ποκάρι =δέμα μαλιού ενός προβάτου. — Προγγάω , βαρώ, σκιάζω, σκορπάω τα κοπάδια βγαίνοντας 'μπροστά και ανοίγοντας τα χέρια. — Πιξάρι , δένδρον. — Παληόκαστρο , τα ερείπια ης αρχαίας Νικοπόλεως κοντά εις την Πρέβεζαν, επίσης τα ερείπια παντός κάστρου. — Προβιά , το δέρμα των προβάτων, τραγιά των γυδιών, αλογιά των αλόγων. — Πολλιώρα προ ολίγης ώρας. — Προσθήλυάζω και προστηλυάζω θέτω εις το βυζί των προβάτων όπως βυζάξωσι. — Πάγρα , παγωνιά.

Σα βάνης την αρματωσιά και τη βαρειά φλοκάτα, να μην ξεχνάς της μάννας σου την τρύπια τη σεγκούνα. — Όχι, μάννα μ'! .. , όχι, μάννα μ'! ... Ανήσυχα η Μητροκούλενα ζητούσε την αλησμονιά κ' η κόρη πρόθυμα την υποσχότανε. Η μια την ήθελε ακοίμητη, νευρική· η άλλη την έδινε απεριόριστη, αποκλειστική, αιώνια. Η μια ζητιάνευε κ' η άλλη σπαταλούσε.

Βέβαια! — είπεν η κόρη σύρουσα την φωνήν ούτως, ως εάν εδίσταζε να εξακολούθηση την οποίαν ήρχισε φράσιν. — Διότι ο πατήρ μου... ο πατήρ μου... Αλλά καλλίτερα να μην το ειπώ. Θα το γνωρίσης όταν ελθης εις την Καλκούτταν. Η επιφυλακτικότης εν τε τη φράσει και τη φωνή, η ατολμία εν τω βλέμματι της κόρης, διήγειρον εν εμοί παράδοξον αγαλλιάσεως αίσθημα.

Και αντείπε αυτής ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 435 θάρρου• ως προς τούτα παντελώς έννοια μη βάλη ο νους σου. δε εγεννήθ' ο άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι, χέρι να βάλη φονικό του υιού σου Τηλεμάχου, όσο εγώ ζω κ' εδώτην γη βλέπω το φως του ηλίου. κ' ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• 440 ευθύς το μαύρον αίμα τουτην λόγχη μου θα ρεύση. ότι κ' εμέ συχνόπαιρνεν ο ήρωας Οδυσσέαςτα γόνατα του, κ' έβαζετα χέρια μου ψημένο κρέας, και κόκκινο κρασί μου σίμονετα χείλη. όθεν προς τον Τηλέμαχο περίσσιαν έχω αγάπη• 445 και απ' τους μνηστήραις θάνατον, του λέγω, ας μη φοβήται• αλλ', αν προέλθη απ' τους θεούς, αποφυγή δεν είναι». να την θαρρεύση αυτά 'λεγε, κ' έπλεκε αυτός τον φόνο.

Όπου ηλίου ακτίς χρυσή, εκεί άλλ’ άστρα δεν ανατέλλουν· όπου ως ρόδον θάλλεις εσύ, τ' άλλα τ' ανθύλλια δεν με μέλουν. — Ναι, ναι, ναι! ενθυμούμαι! ανέκραξα τότε, προλαμβάνων την εξακολούθησιν νεανικών μου στιχαρίων. Μα είσθε λοιπόν η mademoiselle... — Δεν είμαι η mademoiselle, διέκοψεν η κόρη μετά παιδικής αγανακτήσεως, είμαι η Μάσιγγα! — Αλήθεια, είπον, η Μάσιγγα! Το ζωηρό, το εύμορφο κορίτσι!

Και σκυμμένες απάνω στο πελώριο πτώμα, μητέρα και κόρη, ξανάλεγαν ατελείωτα το παινετικό μοιρολόγι του νεκρού και ρίχνανε την ίδια κατάρα κατά του φονηά. Και με τη σειρά της μία μία γυναίκα έπαιρνε το μοιρολόγι. Από κείνη την ημέρα, η Ιζόλδη η Ξανθή έμαθε να μισή το όνομα του Τριστάνου του Λοοννουά. Αλλά στο Τινταγκέλ, ο Τριστάνος έλυωνε: φαρμακωμένο αίμα έτρεχε από της πληγές του.

Έμεινε τώρα, μία κόρη, η Αφέντρα, η τελευταία. Η μήτηρ της την είχε πλέον «χαδούλα και χαδιάρα», και αι εξαδέλφαι της μητρός της δεν ανησύχουν πολύ δι' αυτήν. Η Ασημήνα έτρεφε μητρικήν φιλοδοξίαν, την οποίαν ηρέσκετο να σχετίζη με τον καϋμόν της διά την αποδημίαν του υιού, κ' έβλεπε ξυπνητά τα όνειρα εν σχέσει προς την μέλλουσαν λαμπράν και ένδοξον εκ της Αμερικής επάνοδον εκείνου.

Ήτον απλώς ένας φόβος, ένας γελοίος φόβος μήπως έρθη η Δώρα. ΛΕΛΑΔε σου ζητώ απολογία. Τώρα είμαι ευτυχισμένη, που σου είπα ό,τι είχα να σου πω. Τάσσο, χαίρε! Θυμήσου πως μια γυναίκα σ' αγάπησε και θα σ' αγαπά πάντα, πάντα. Όμως είναι καιρός να τελειώνουμε. Η κόρη σου μπορεί νάρθη και δεν πρέπει να μ' εύρη εδώ. Γεια σου, Τάσσο. ΦΛΕΡΗΣΣκέπτεσαι λοιπόν, να φύγης αμέσως, Λέλα; Αν ήξερες.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν