Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
— Δεν είν' αρρώστεια να διαβή να ξαναγειάνη πάλι, Δεν είναι μιαν αντάμωσι για να την λησμονήση, Γκρεμός δεν είναι και ραϊδιό και σκέπι να περάση, Δεν είν' πελαγοποταμιά διά να διαβή από πέρα, Δεν είναι μαύρο σύγνεφο να φυλακτή σ' απόσκιο, Μόν' είναι ο πόνος της καρδιάς κι' ο πόνος της αγάπης, Είναι καϋμός. Και σκιάζομαι να μη τον χάσω, η μαύρη. — Γιαννούλα, εγώ την κόρη μου την έχω αλλού ταμμένη.
— Κάτι πολλά ρωτάς, κυρά, μας σκότισες· είπε λαβούσα τον λόγον η Δημητρούλα, η κόρη της Γιάνναινας. — Σώπα συ, την επέπληξεν η μάνα της. — Θέλω να τον περιμένω εδώ, ως που νάρθη, είπεν η ξένη. Αι γυναίκες δεν απήντησαν. — Εγώ είμ' εξαδέλφη του, προσέθηκεν η νεωστί ελθούσα. — Δεν μας μέλει πως είσαι ξαδέρφη του, εμορμύρισεν η Δημητρούλα. — Τι είπες, κυρά; — Τίποτε.
Ο γαμβρός σου, κ’ η κόρη του το πταίσμα μου τόσον βαρύ το ηύραν, ώστε μ’ αυτήν να παιδευθώ την καταισχύνην. ΓΕΛΩΤ. Δεν επέρασε ακόμη ο χειμώνας, αν πετούν απ' εκεί αγριόχηνες. Αν οι πατέρες κουρελιασμένοι, τότε θα έχουν παιδιά τυφλά. Κι αν η σακκούλα των γεμισμένη, και τα παιδιά των είναι καλά. Η βρωμο-Τύχη, σκρόφας κόρη, κλειδώνει έξω τους πτωχούς.
Λοιπόν, ο Δούκας έχει μια κόρη, μια πεντάμορφη κόρη, κι' ο κόμης ήθελε να την πάρη γυναίκα. Αλλά ο πατέρας της αρνήθηκε να τη δώση σ' ένα υποτελή, κι' ο κόμης Ριόλ θέλησε να την πάρη δια της βίας. Πόσοι και πόσοι σκοτώθηκαν γι' αυτή τη δουλειά!» Ρώτησε ο Τριστάνος: «Ο Δούκας Χόελ μπορεί ακόμη, βαστάει τον πόλεμο; — Με μεγάλη δυσκολία, Άρχοντα.
Κι' εσύ μην παίρνεις, άκου με, κι' ας δύνεσαι, την κόρη, 275 μον άσ' την μιας και δόθηκε στον Αχιλιά απ' τα' ασκέρι· πάλε όμως με το βασιλιά κι' εσύ να λογοφέρνεις μη θέλεις του Πηλιά γιε, κι' ενάντια να παγαίνεις. Ίσοι δεν είμαστε όλοι μας του βασιλιά που ο Δίας τον δόξασε και κυβερνάει βαστώντας το ραβδί του.
Και μια φαρμακωμένη αυγή μώρχετ' ένας δικός της, Και παίρνει το κοπάδι της και πάει κι' αυτός και φεύγει Ακαρτεράω ακόμα εγώ, ναρθή μια μέρα η κόρη, Για να της πω το ντέρτι μου, τον πόνο της αγάπης. Είπα 'ς τ' αστέρια τ' ουρανού, 'ς της νύχτας το φεγγάρι, 'Στον ήλιο τον χρυσόλαμπρο, 'ςτ' αηδόνια και 'ςτ' αγέρι Να μου την φέρουν μιαν αυγή, και δεν μ' ακούει κανένα.
Της είχε κρυφοπατήσει το πόδι της κόρης της μην τύχη και ξεστομίση τίποτις άπρεπο, κ' έτσι την τρόμαξε τη μικρή. Ο νωνός αντίκρυ, που την ήξερε τη νοικοκερά, άνοιξε αμέσως κουβέντα με τον Παυλή για το βράχο, ως πόσα σκαλοπάτια μαθές νάχη. Πού να τα ξεκολλήση όμως τώρα τα μάτια του από τη Σμαράγδα ο σαστισμένος ο Παυλής! Ταπομάντεψε το τι έτρεξε, και ντρέπουνταν αυτός για την κόρη.
Πας άνθρωπος δεν υπόκειται εις όλα ταύτα, αλλά πίπτει άλλος εις άλλα. Αλλ' όμως καλόν είνε να φυλάττηται, κόρη μου, εξ όλων τούτων. &Έκτσε ένιμ ιν ινικουιτάτιμπους κοντσέπτους σουμ ετ ιν πεκκάτις με γκένουιτ μάτερ μέα&. Η ατυχής Αϊμά ήκουεν έκπληκτος τας αγνώστους ταύτας λέξεις, χωρίς να εννοή τι εσήμαινον.
Αν επιστρέψω ζωντανός, θα σε παρηγορήσω. ΓΛΟΣΤ. Να σ' ευλογήσουν οι θεοί! Καλέ μου γέρε, φύγε! Δος μου το χέρι σου! Ο Ληρ κατεστραμμένος είναι! Κ' εκείνος και η κόρη του αιχμάλωτοι κ' οι δύο.! Ω! σήκω, δος το χέρι σου! ΓΛΟΣΤ. Όχι. Εδώ θα μείνω. Μήπως κ' εδώ δεν ημπορεί κανένας να σαπίση; ΕΔΓ. Ο νους σου πάλιν ς' το κακόν!
Κατέβηκε στην αυλή κ’ έβαλε το κεφάλι του κάτω απ'τη βρύση. Έπειτα ήρθε μπροστά στον καθρέφτη και χτενίστηκε και συγυρίστηκε για όξω· έβαλε και την πεταλούδα του να καθήση ανάλαφρα απάνω στα βρεμμένα κατσαρά μαλλιά του. Πάω να σου φέρω την Κερά-Δημήτραινα από πλάι ή καμμιανή της κόρη να σου βαστήξη συντροφιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν