Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Είνε άλλο από τα λόγια; Ξεμυαλίζουν τον άνθρωπο. Αυτή, κόρη μου, κατήντησε να πη πως του κάμαμε μάγια . . .

Και η πεντάμορφη η Λενιώ ήτανε κόρη της, μια φορά κ' έναν καιρό, της κυραΣτάθαινας. Τώρα το σπίτι το μεγάλο, με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, το πήραν οι μούτσοι του καπετάνΣτάθη. Ο καπετάνΣτάθης ο κουρσάρος πάει σύξυλος στα κύματα της Μπαρμπαριάς. Και η πεντάμορφη η Λενιώ χάθηκε από τον πόνο της αγάπηςμια φορά κ' έναν καιρό.

Οπού δεν έχει ταίρι της σ’ Ανατολή και Δύση Στην ωμορφιά και στην τιμή, στη γνώση και στο ξόμπλι... Κυττάζει, συλλογίζεται και δεν απολογιέται, Σα ναύρισκε ένα φταίξιμο, κάποιο βαρύ ψεγάδι, Μες στ’ άπειρα κεντήματα, τα χιλιοξομπλιασμένα, Κι’ η Κόρη από τη βιάση της και τον πολύν καημό της, Του λέγει με ανυπομονησιά και με κρυφή λαχτάρα : — Μη δε σου αρέσει, Κωνσταντή, του γάμου το μαντήλι;

Αλλ' ως πιστός στρατιώτης, στενάζει, τήκεται, οιμώζει και περιμένει την έγκρισιν του αυτοκράτορός του. — Ο αυτοκράτωρ δεν εκλέγει τας συζύγους των στρατιωτών του. Ποίαν ανάγκην έχει της εγκρίσεώς μου; — Σου το είπον, αυθέντα, έχει λατρείαν προς σε. — Λοιπόν, το εγκρίνω! Είναι ωραία κόρη, αλλά πολύ στενή εις τα ισχία.

Κάμε το σταυρό σου, Κεριάκο, γιατί μας έρχεται μεγάλο θανατικό. Κατέβηκε η Αγιά Μαρίνα στον ύπνο μου και μου το φανέρωσε. Κερ. Τη χάρη της νάχουμε! Τι 'νε τούτα που ακούγω! Νά γιατί με ξεκούφανε απόψε κι ο σκύλος! Τα παιχνίδια περνούσαν, κι αυτός δος του κι ούρλιαζε, όλο ούρλιαζε. Έσκυψε κ' η κόρη μου να πάρη την αληκάτη της, και τι να δη σιμά στο λυχνάρι!

ΠΡΟΣΠ. Ο αδελφός μου, και θείος σου, τόνομα Αντώνιος. — πρόσεχε, παρακαλώ σε, — ένας αδελφός να βρεθή τόσον άπιστος! — εκείνος, που κατόπι σου, κόρη μου, ήταν ο πολυαγαπητός μου, και του είχα θαρρέψει τη βασιλεία μου, που ανάμεσα στα άλλα κράτη επρώτευε τότε, διότι εις το αξίωμα ο πλέον μεγάλος δούκας ελογιάζετο ο Πρόσπερος, και, για τες ελεύθερες τέχνες, ασύγκριτος.

Είχεν υφάνει δύο δάκτυλα και περισσότερα με μεγάλην επιτηδειότητα, αλλ' έξαφνα εσταμάτησεν· είχε κοπή η κλωστή. Διώρθωσαν πάλιν το πάτημα· άλλαξαν και σαΐτα και κλωστή, αλλά τίποτε, τίποτε· η κλωστή πάντα έσπανε. Ας δοκιμάση η τρίτη, είπεν ο συμβολαιογράφος, αν και αυτή τόσον μικρά τι θα ημπορέση να κάμη. Εμβήκεν η μικρά κόρη εις τον εργαλειό.

Η δε μανία των επετάθη, όταν έμαθον ότι ο Καθηγητής είχε νυμφευθή εις τας Αθήνας μίαν φράγκισσαν, νέαν δυτικήν το δόγμα καταγομένην εκ Βαυαρίας. Η γραία ήρχισε να τον καταράται. Ο Αχαΐρευτος, χαΐρι και προκοπή να μην ιδή! Ηρ προήρ! καθάρια Τραμοντίνη! — Ο Τουρκανάκατος, που μυρίζει χασανιές! Το φραγκόπουλο! που τρώει της χελώνες. Έως εδώ είχον φθάσει αι γυναίκες αύται, μάνα και κόρη.

Ιδού αυτή, κοιμάται, είπε. — Δεν είνε αυτή που ζητείς, είπον εγώ απηλπισμένη. — Μη την εξυπνήσης, είπεν αύθις ο ξένος. Και πατών επ' άκρων των ποδών επλησίασεν εις την κλίνην σου. — Δυστυχής κόρη, εψιθύρισεν, ως είδε το πρόσωπόν σου. Εκοιμάσο ύπνον ήσυχον και η αναπνοή σου δεν ηκούετο. Ομοίαζες με αρνίον αναπαυόμενον, μικρά μου κόρη. Ο ξένος σ' εθεώρησεν επί πολλήν ώραν.

Αλλ' εν τοσούτω θα ήθελα να ακούσω οποία πράγματα από τον Όμηρον σε έπεισαν. Μήπως εκείνα τα οποία λέγει περί του Διός, ότι συνώμοσαν να τον δέσουν η κόρη του, ο αδελφός του και η σύζυγός του; Και αν δεν ενόει τα τεκταινόμενα η Θέτις και εκάλει εις βοήθειαν τον Βρυάρεων, θα ηχμαλώτιζαν τον καλό σου τον Δία ή και θα τον έρριπταν εις τα δεσμά.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν