Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Και μέσα στη σαλαλοή φωνή αργιόχρωμη σαν κουκοβάγιας ανάκρασμα ακούεται να λέγη: Τάω — τω και πίσω δεν κυτώ! τ' αχνάρια μου πάνε μπροστά κ' εγώ γυρίζω πίσω. Έλα βλάμη σήκω, σήκω να μοιράσουμε!.. Ο καπετάν Λαχτάρας πνίγεται τόρα στον ίδρωτα. Γνώριμη του είνε η φωνή, γνώριμη η οφυριγματιά και η σαλαλοή. Δεν είνε άλλος από τον Τρακάδα τον βλάμη του.
Και για τους ανθρώπους — πώς να σου το πω; — ποτέ μου δε γελάστηκα, είχα πάντα χειρότερην ιδέα από κείνο που είνε. «Ο τάδε σε βρίζει, Καπετάν Γιάννη», μου λέγανε. Και σα με βρίζη; έλεγα από μέσα μου, πάλι καλά.
Όλη η ζωή της πέρασε τότε για μια στιγμή μπροστά της, καθώς καθότανε μοναχή της, κάτω από τη μισοσβυσμένη λάμπα, ακουμπησμένη με τους δύο της τους αγκώνες απάνω στο τραπέζι Θυμήθηκε μια Λαμπρή που ήταν κοπέλλα δεκάξη χρονών στο νησί, κι' ο πατέρας της τσουγκρίζοντας ταυγό με τον κουμπάρο του τον Καπετάν Θανάση τον Απίκραντο — μακαρίτες κ' οι δυο — κάτι γνέψανε ο ένας στον άλλον που το είχε μισοκαταλάβει η Ταρσίτσα κ' έγινε πιο κόκκινη απ' το αυγό.
Δι' άλλου διστίχου απήντησε πάλιν η γραία· και αφηρέθη θεωρούσα τα φοβερά κύματα, τα οποία κατ' εκείνην την στιγμήν εθραύοντο τοσούτον οργίλως επί της εν μέσω του λιμένος ξηράς νησίδος, ως να ήθελον να εκριζώσωσιν αυτήν. — Δεν μου λες, θεια Σπύραινα, ηρώτησεν ο ναύτης, με ποιον είνε ο Γεωργάκης; — Με τον καπετάν Κωνσταντή πλειο! τον περιμένουμε απ' τη Σαλονίκη. Πήγαν αλάτι απ' ταις Φώκαις.
Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν μαζευτή ολόγυρα. Οι γειτόνισσες βγήκαν στις πόρτες και στα παράθυρα. Μεγάλο σούσουρο γινότανε. Η γρηά ξεφώνιζε σαν τρελλή. Η Ουρανίτσα ήτανε σαν το φλουρί, τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Να σου και φάνηκε από το καντούνι ο Καπετάν Λαλεχός. Σαν τον είδε η γρηά άρχισε τα κλάματα, ταναφυλλητά. — Τι τρέχει; Τι γίνεται εδώ πέρα; Τι είνε τούτο το κακό;
Ο Μπαρμπατρίμης συλλογισμένος αυτιαζόταν το σφύριγμα και την ώρα που ο καπετάνιος τον επλησίαζε του ξανάειπε ανήσυχος: — Καπετάν Κρεμύδα, ο Νότος δυναμώνει· να μαϊνάρουμε, λέω, λίγα πανιά, γιατί θα μας τα φάη. — Κάμε ό,τι θες· απάντησεν εκείνος. Και αποκαμωμένος, καταϊδρωμένος, ακούμπησεν αγκομαχώντας στην κουπαστή και απαράτησε χάμω την τσάγκρα.
Στερηά και θάλασσα ένα πράμα είνε. Κ' η στερηά χειρότερη απ' τη θάλασσα. Η Ουρανίτσα δεν ξαναμίλησε. Σηκώθηκε πεισματικά κ' έφυγε χωρίς να πη καληνύχτα. Ο γέρος ούτε πήρε χαμπάρι. Του φάνηκε πως τον καληνύχτησε. — Καληνύχτα! Σύρε να ησυχάσης. Εγώ κάθομαι και μοναχός μου. Μη σκοτίζεσαι για μένα. Ο Γιαννιός δεν πνίγηκε και σ' αυτό το ταξίδι. — Έτσι πνίγονται οι άνθρωποι; έλεγε ο καπετάν Λαλεχός.
Των τράκων οι λαχτάρες και της ξέρας τα παραμονέματα και της φωτιάς η τρεμούλα μαζί τους γέρασαν. Η ξενητειά μαζί τους μάρανε και η πατρίδα μαζί τους καλωσώρισε. Τριάντα χρόνια μια ζωή! Κ' έλεγε καμμιά φορά, ολόρθος, πίσω στο κάσσαρο, ο Καπετάν- Μοναχάκης στριφογυρίζοντας στον αέρα το κομπολόγι του και μασώντας το μουστάκι του: — Αγάντα, καϋμένη Αθηνά. Μαζί γεράσαμε, μαζί θα πεθάνωμε.
Και αληθώς έκαμε κίνησιν βιαίαν τώρα να σπεύση εις τον λιμένα, αλλ' από την ευλάβειάν της ανεκόπη πάλιν να τελειώση η παράκλησις, ήτις πράγματι ετελείωνε πλέον, ότε και η κυρά Βγένα σαν αστραπή έγεινεν άφαντος. — Κουράγιο, καπετάν Βγενιέ! ενεθάρρυνε πάλιν ο καπετάν Μήτρος.
Η μητέρα του ήτον αδελφή του Κώστα Δημισκή και πρώτη εξαδέλφη του καπετάν Γώγου Μπακώλα. Ανετράφη εις την Αυλήν του Αλή πασά και εχρημάτισεν εις την δούλευσίν του έως εις τον αποκλεισμόν του. Με τον Κατσαντώνην όταν ήτον, εφόνευσε με το χέρι του τον αδόμενον ντερβέναγα Βεληγκέκα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν