Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Κατά τους μήνας του χειμώνος εκείνου συνέβη να πέση τόσον άφθονον ψαρικόν εις τους αιγιαλούς της νήσου, ώστε ο καπετάν Στέφος εις το μερίδιόν του επήρεν, εις 67 ημέρας, 1300 δραχμάς. Εις το πλάγι ενός βουνού, εις το μέρος το πλέον άγονον και άνυδρον, ο Στέφος έδωκε τρεις λίρας εις πτωχόν χωρικόν και ηγόρασεν εκτεταμένον αγρόν.

Δεν ξεύρω πώς επήγα στην πρύμη και βλέπω τον καπετάν Μπισμάνη γονατιστόν πίσω στο τιμόνι να κλαίη και να μύρεται σαν γυναίκα. — Τ' έχεις, καπετάνιε, τ' έπαθες; τον ρωτάω. — Αχ, μωρέ παιδί! λέγει στενάζοντας· μ' οργίστηκε ο Θεός!... Ο κακομοίρης εχάθηκε, φτωχός άνθρωπος!... Γυρίζω κατά τα Κοκκινάδια.

Του ήλθε ωσάν ελαφρά σκοτοδίνη μία αλόκοτος φρικίασις . . . έφερε την χείρα εις το μέτωπον, ως να ήθελε να συγκεντρώση τας σκέψεις του, αίτινες έφευγον ανυπότακτοι. Έρριψε τα βλέμματά του επί του πλοιάρχου και φίλου του, όστις τον παρετήρει μειδιών ελαφρώς. — Καπετάν Γιάννη, εψιθύρισε, δε μου μιλείς πιο καθαρά; — Είνε πολύς καιρός που συλλογούμε να σου κάμω μια πρότασι.

Ο Κουμπής εφάνη μετ' ου πολύ. Φαίνεται ότι είχεν υπάγει να κάμη τον συνήθη τεμενάν εις τον τούρκον ναύαρχον, και να του δώση λόγον περί του βαθμού όπου είχε φθάσει η υπόθεσις, δι' ην είχε ζητήσει την εύνοιαν και την προστασίαν του. Ο Καπετάν Πασάς επένευσε και παρήγγειλεν εις τον Έλληνα γραμματέα του να τον αντιπροσωπεύση.

Τότε ήτονε καπετάνιος Σάλονα και Λοιδορίκη ο Καπετάν Κούρμας και με πεντακόσιους αρματολούς επήρε Σάλονα, Λοιδορίκη και Έπαχτο, και περίττο από δυο χιλιάδες Τούρκων έσφαξαν. Ύστερα σε λίγο μας ήρθε η λοιμική και πολύς κόσμος εχάθη. Τότε και η μάνα μας η μακαρίτισσα, ο Θεός να την σχωράη, πέθανε, και η αδερφή μου Μάρω χρονών είκοσι οκτώ.

Η Βγένα, του καπετάν Βγενιού η σύζυγος, ήτο γνωστή διά την ευλάβειάν της εις όλον το χωρίον. Το μεγάλο ασημένιο στεφάνι της Παναγίας της Λημνιάς αυτή το είχεν αφιερώσει. Μίαν ολομέταξον ποδιάν άσπρην από βροχόν με λωράκια γαλάζια, διά το αναλόγιον της Παναγίας, αυτή την είχεν υφάνει. Ήτο η Παναγία η Λημνιά, η προστάτις της Βγένας και του χωρίου όλου.

Ο καπετάν Γιάννης παρασταθείς και αυτός περί το τέλος της ιεράς εκείνης σκηνής, της οποίας είχεν οσφρανθή το ευώδες θυμίαμα διασκορπισθέν από της πρώρας εις όλον το πλοίον, δεν ηδυνήθη να κρύψη ένα δάκρυ και αυτός, μ' όλας τας φαιδράς και θυμήρεις έξεις των τρόπων του, και είπε λαμβάνων και αυτός από τα κόλλυβα: — Οι πεθαμένοι πολλαίς φοραίς έχουν ανάγκην των ζωντανών. Είναι αλήθεια!

Ήτο ο καπετάν Βγενιός, με την μακρουλήν ως αυγόν κεφαλήν αυτού, οπού τρεις φοραίς, εκινδύνευσε και τρεις φοραίς διεσώθη διά της θαυμασίας επισκιάσεως της Παναγίας της Λημνιάς.

Μίαν λέξιν είχεν ειπεί μετά γενικότητος ο κυρ Αλέξανδρος ο Κονόμος. — Δεν πάμε καλά. — Ξωκείλαμε, επρόσθεσεν ο κυρ Φραγκούλης του Φραγκούλη. — Μπαττάραμεπέσαμ' όξου, επέφερεν ο καπετάν Πέρρος ο Μαυρογιαλής. — Ο φόβος του Θεού έλειψε, συνεπέρανεν ο Σακελλάριος, ο παπά- Ζαχαρίας. Και ο κυρ Δημητράκης ήρχισε στωμύλος ν' αναπτύσση το ζήτημα.

Ως που να πλακώση το χιόνι φουντάρομε στα Καβάκια. Κ' εσυμπέρανε πάλι με την αυστηρή φωνή του: — Ντροπή μας! Αλήθεια ήταν ντροπή μας· το αναγνώριζε και ίδιος ο καπετάν Θύμιος. Γαλαζειδιώτες εμείς και να δειλιάσουμε στο πρώτο φύσημα! Μήπως είμαστε τάχα μοναχοί μας.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν