Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Και η πεντάμορφη η Λενιώ ήτανε κόρη της, μια φορά κ' έναν καιρό, της κυρα — Στάθαινας. Τώρα το σπίτι το μεγάλο, με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, το πήραν οι μούτσοι του καπετάν — Στάθη. Ο καπετάν — Στάθης ο κουρσάρος πάει σύξυλος στα κύματα της Μπαρμπαριάς. Και η πεντάμορφη η Λενιώ χάθηκε από τον πόνο της αγάπης — μια φορά κ' έναν καιρό.
Η γρηά ξεφώνιζε: — Ακούς εκεί νοικοκυρά γυναίκα να με πη στρίγγλα! Ο μπεκρούλιακας! Κ' έκλαιγε σαν το μωρό παιδί. — Σα δε συμμαζώνης τη γλώσσα σου; είπε πάλι, πιο μαζεμμένος τώρα, ο Μαθιός. Άνθρωπος είμαι κ' εγώ. Αίμα έχω στις φλέβες μου. Ο Καπετάν Λαλεχός στάθηκε μια στιγμή, ως που να καταλάβη τι γίνεται, ακουμπώντας στη μαγκούρα του. Οι γυναίκες τριγύρω μουρμούριζαν από τα παράθυρα.
Η σύζυγος εξετινάχθη έντρομος εις τα κάθισμά της, κ' έβλεπεν από την ημίκλειστον θύραν τον καπετάν Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, υψηλότερον παρ' ό,τι ήτο, φοβερόν, θηριώδη, τιτάνα. Το βλέμμα του φωτιαίς πετούσε. Θαρρείς και ήτο επί της αιπεινής πρύμνης της μεγάλης του σκούνας, εν ώρα εσχάτη θυέλλης και καταποντισμού. — Μόλα μπουρίνα, τίρα μόλα! Επαναλαμβάνει πάλιν ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός.
Η Ουρανίτσα γύρισε το πρόσωπό της. Ο πατέρας της αυτή τη στιγμή της φαινότανε σαν ξένος και σαν εχθρός. Καλά έλεγε η μάννα της: «Ξεκούτιανε ολότελα». — Είνε κακός καιρός στο πέλαγο; είπε σε λίγο χωρίς να γυρίση να τον κυττάξη. Του καπετάν Λαλεχού καρφί δεν του καιγότανε. — Καλός-κακός, εμείς πρίμα ταξιδεύομε, είπε πάλι. Τι σε μέλει; Γύρε να κοιμηθής. Η Ουρανίτσα έβραζε μέσα της.
— Βρε, παιδιά, είπεν ακολούθως ο ναύκληρος. Ποιος ξέρει το Χριστός Γεννάται; Νά, τώρα, που μας χρειάζεται και ο καπετάν- Φαφάνας, καλή του ώρα. Αυτός κάπου 'δω θα φέρνη γύρω,
— Μα δε βλέπεις που χάσκει το κύμα να μας καταπιή! — Ως που να με καταπιή εκείνο το ρουφάω εγώ!... Ο καπετάν Μπισμάνης εγύρευε να μας κεντήση στο φιλότιμο. Αλλά και ποιος ημπορούσε να κινηθή! Το χιόνι επλάκωνε μία πήχη το κατάστρωμα. Στα σχοινιά, στα κατάρτια, στα σίδερα, στα κουρέλια των πανιών απλονόταν και ασπρογάλιαζε στο σκοτάδι, σαν κουλουριασμένα φίδια.
Και τέλος έφθαναν στο συμπέρασμα να ευχηθούν του καραβοκύρη και το καρφί τους μάλαμα. Το μπρίκι του καπετάν Μαλάμου ορθό στη σκάρα του, λυγερόκορμο, με την πλώρη σπαθωτή, στεφανοζωσμένη την πρύμη, με τα ποντήλια του απλωτά ζερβόδεξα, έμοιαζε σαρανταποδαρούσα κοιμάμενη στην αμμουδιά.
Και όταν είς γείτων, διαβασμένος κάπως, παρετήρησεν ότι αυτό ήτο δεισιδαιμονία, ο παπ' Αβέρκιος ο ερημίτης απήντησεν ότι την δοξασίαν ή την συνήθειαν αυτήν επικυρώνει κ' η Αγία Γραφή. «Επί τω ποδί μου ευλόγησέ σε Κύριος ο Θεός», είπεν ο Ιακώβ εις τον Λάβαν τον πενθερόν του. Άλλοι έλεγαν ότι το μόνον «γούρι», ο καλός οιωνός, τον οποίον συνήθιζε κατά κόρον ο καπετάν Στέφος, ήτον η κλεψιά.
Μα εδώ και λίγα χρόνια ο Καπετάν- Μοναχάκης μου φαίνεται πως πάει γυρεύοντας για πνίξιμο. Να το δης, Γερο-Φλώκο. Τώρα που τον πήραν τα γεράματα και τον σφίξαν οι ρεμματισμοί, κάλλιο τώχει να πάη στο φούντο με την «Αθηνά» παρά να δη άλλον καπετάνιο σ' αυτό το σαπιοκάραβο. Ο Θεός να με βγάλη ψεύτη, μα πάω να χάσω το μυαλό μου μ' αυτόν τον άνθρωπο. Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά.
Ο γραμματεύς του Καπετάν Πασά ήτο και αυτός Φαναριώτης, περιπεσών εις δυσμένειαν, εκ της οικογενείας του Μ. Ο ναύαρχος Αχμέτης ήτο εύνους προς αυτόν, τον υποχρέωσε ν' αλλάξη όνομα, και τον έλαβεν ως γραμματέα του επί της φεργάδας. Ο γραικός ήτο αφωσιωμένος εις τον αφέντην του, ως εικός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν