United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ερχόταν από τον Σουλινά φορτωμένη σιτάρι για την Πάτρα. Ήταν όμως χολέρα στον Ποταμό και θα επήγαινε πρώτα να κάμη κάθαρσι στις Δήλες. Ο καπετάν Καρέλης μας ερώτησε αν ήθελε κανείς να έβγη στην Πόλη· Μα όλοι μονόγνωμοι εζητήσαμε να μας πάρη στην Ελλάδα. Δεν ξεύρω γιατί όταν κανείς κινδυνέψη, επιθυμάει τόσο την πατρίδα και τους συγγενείς του. Πολλές φορές μου έτυχε να κινδυνέψω στη θάλασσα.

Εμείς από μέσα δέκα ναύτες, ο γραμματικός έντεκα και ο καπετάν Δρακόσπιλος δώδεκα μια ερρίχναμε στ' άρμενα και μια στη στεριά. — Καλό ταξείδι· και καλή αντάμωση!... — Ναι· καλή αντάμωση!... Ο Μπουρίνας ο σκύλος μας ετριπόδιζεν απάνω κάτω χαρούμενος κ' εκείνος.

Η Εβραϊκή κοινότης ηρνήθη να δεχθή και να εκφορτώση τα πράγματα, τα οποία ήσαν προωρισμένα εις παραλαβήν αυτής. Απηγόρευσεν εις όλους τους εργάτης της, εκφορτωτάς, αχθοφόρους, αμαξαγωγούς, Εβραίους ή όχι, να συντελέσωσιν εις την εκφόρτωσιν. Ο καπετάν Ηρακλής δεν ήξευρε τίποτε δι' ό,τι είχε συμβή από πέρυσιν έως εφέτος.

Ο καιρός εξηκολούθει ο αυτός, ενάντιος διά τους εισπλέοντας εις τον λιμένα, πλην η «Ευαγγελίστρια» κατώρθωσεν ήδη να εμφανισθή εις την είσοδον αυτού εγγύς της πόλεως, και έπρεπε μετά μίαν βόλταν ν' αράξη επιτηδειότατα τόσον δε πλησίον της ξηράς ήτο, ώστε διεκρίνετο και ο καπετάν Κωνσταντής· πίσω κρατών με υπερηφάνειαν το πηδάλιον. Όλοι είχον προς αυτήν εστραμμένα τα βλέμματα.

Τι λες, καπετάν-Ηλία μ'; Έστειλε κάνιο ταλεύρια; Μας φάγανε ο κόσμος. — Τον είδεθ εθύ; άλλο τόθο τ' εγώ. Επανέλαβε πάλιν ο καπετάν Ηλίας, βραδύγλωσσος, εξακολουθών να ξεφορτώνη το κόττερον. — Δεν σου έδωκε κάνιο κανένα γράμμα; — Άφηθέ μας, θεια, άφηθέ μας, τ' έχουμε δουγιά!

Νταν! Νταν! Νταν! Η Βγένα η καπετάνισσα ήτο οπού εσήμαινε με τόσην λαχτάρα την καμπανίτσα της Παναγίας της Λημνιάς, του καπετάν Βγενιού η σύζυγος, μια υψηλή και εύσωμος ανδρογυναίκα.

Να, ου γυιος τς' Καληώρ'νας, πώς 'νε λένε; — Και πού την πάει; — Να, όξ' απ' του λιμάν'! — Μοναχός του; — Μαζύ μει μια γ'ναίκα. — Μαζύ μει μια γ'ναίκα! επανέλαβεν έκπληκτος ο καπετάν Κυριάκος. Και ποια; Δεν ηκούσθη η φωνή του παιδιού, το οποίον διά καλόν και διά κακόν επροφυλάσσετο υπό τον εξώστην. — Και πώς δεν ήρθες να μου πης χαμπάρι! ανέκραξεν ο καπετάν Κυριάκος.

Ο Καραγιάννης ήτο πρώτος γαμβρός και θα εμπορούσε να πάρη πολύ καλλιτέραν της Μπέλλας· κανείς, τόσον καιρόν δεν είχε καταλάβη τίποτε· πώς έξαφνα έγεινε το συνοικέσιον αυτό; Φαίνεται θα την αγαπούσε κρυφά ο Καραγιάννης την κοπέλλα· αλλέως δεν εξηγείται αυτό, διεδόθη όμως και κάτι άλλο· ότι η αδελφή του καπετάν Γιάννη αγαπούσε δήθεν τον Αντωνέλλο και τα λόγι' αυτά δεν άργησαν να παν στ' αυτιά του τελευταίου, ο οποίος και εθύμωσε φοβερά κ' έλαβε μέτρα να μην μάθη τίποτε η Μπέλλα.

Μπορούσε να μου βγάλη και το μάτι Σα δε μου τώβγαλε, πάλι ευχαριστημένος να είμαι «Ο τάδε σε κλέβει, Καπετάν Γιάννη, και δεν το καταλαβαίνεις»... Και σα με κλέβη, έλεγα ξανά από μέσα μου, πάλι καλά. Σα δε με σκότωσε, να του το χρωστάω και χάρι. Κ' έτσι πάντα ό,τι και να πάθαινα τώπαιρνα για το μικρότερο που μπορούσε να μου κάνη ο κόσμος. Κι' απομόνεβα. Τι να κάνης; Κ' η απομονή μια παρηγοριά είνε.

Ο Καπετάν πασάς με την αρμάδα κατέπλευσε και άραξε, ανάμεσα στον Μέγαν Γιαλόν κ' εις τον Μικρόν Γιαλόν. Καράβια εγέμισε ο τόπος ο υγρός, εμαύρισε όλ' η θάλασσα.