United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με πιάσανε, με σύρανε στη φυλακή. Φονιάς. Φονιάς έγινα στα γεράματα. — Με το δίκηο σου, Καπετάν Γιάννη, του είπα. Με το δίκηο σου. — Δεν ξέρω δίκηο ξεδίκηο. Ένα πράμμα ξέρω. Ένα μολύβι σηκώθηκε απ' τα στήθια μου. Ανάσσανα. Ο Θεός να με συχωρέση. Έβγαλα το άχτι της γενιάς μου. Μιας γενιάς άχτι. Μια χαρά παράξενη ήταν ζωγραφισμένη τώρα στο πρόσωπό του. — Άκουσε, του λέω, Καπετάν Γιάννη.

Κανείς καραβοκύρης δεν του έδινε καράβι να κυβερνήση· κανείς ναύτης δεν εμπιστευόταν τη ζωή του. Ακόμη και για επιβάτη δεν τον ήθελαν. Έλεγες καπετάν Δρακόσπιλο και ανατρίχιαζεν όλο το Γαλαξείδι, σαν να επλάκωνε ο Παπακώστας με τους αντάρτες του. Οι καπετάνοι που θα εταξείδευαν εφρόντιζαν να μην τον απαντήσουν στον δρόμο τους. Το είχαν κακοσημαδιά. Εκείνος τα έβλεπε κ' εστέναζε κατάκαρδα.

Ο καπετάν- Γιάννης, αφού είχεν αλλάξει δύο ή τρεις βρατσέρες, ένα γολεττί, ένα «λόβερ», και δύο σκούνες, όλα σκάφη, έκαστον των οποίων δεν εκράτησε παραπάνω από δύο έτη εις την κατοχήν τουάμα εύρισκε καλόν αγοραστήν τα εξέκαμνε το έν μετά το άλλο, και τέλος εκ των διαφόρων τούτων πωλήσεων, αφού έκαμε τον ισολογισμόν τον, ευρέθη να έχη αυξήσει κατά οκτώ ή δέκα χιλιάδας δραχμάς το αρχικόν κεφάλαιον, το οποίον κατείχεν όταν εναυπήγει την πρώτην του βρατσέραν, μη υπερβαίνον τας τρισχιλίας δραχμάς.

Και ο καπετάν Ξυρίχης αμίλητος, σκυθρωπός έπιασε τη θέσι του στο κάσαρο κ' εξακολουθήσαμε το ταξείδι. «Παναγιά η Κλεφτρίνα» των κουρσάρων το μυστικό, δίχως κατάρτι και πανί κάθεται αρραγμένο μέσα στο Κλεφταύλακο, σαν βόας που χωνεύει στου δάσους τα πυκνόκλαδα.

Τρικυμία στο γιαλό, τρικυμία και στο καράβι μέσα. Ερρέκαζεν η θάλασσα, ερρέκαζε και ο καπετάν Βαλμάς. Εκύταζεν εμπρός τη στεριά που επήγαινε αθέλητα με μάτι άγριο, λέγεις κ' έπασχε να την ανοίξη με το βλέμμα του· εκύταζε και το παιδί στο δοιάκι λουφασμένο σαν βροχοδαρμένο λαγουδάκι.

Καλώς την αγάπη μ' τη χρυσή! έκραξεν η κοκκινομαλλού, αναγνωρίσασα την φωνήν του συζύγου της. Την επαύριον ο καπετάν Στέφος επήγεν εις το καφενείον. Ο απλοϊκός ζωγράφος έβαλεν εις πράξιν την ιδέαν, κ' εσχεδίασε μεγάλην σκούναν ν' αρμενίζη πλησίστιος.

Ο καπετάν Σταθάς μου εχάρισε ένα μαμί κεχριμπαρένιο να φουμάρω το τσιμπ'κάκι μου, για να τον θυμώμαι καμμιά φορά· κι' ο καπετάν Νικοτσάρας, μια φορά που του έδωκα κοκορέτσι, με τα ίδια μου τα χέρια φτιασμένο, του άρεσε τόσο, που πολλούς μήνες ύστερα όπου μ' εύρισκε, μώλεγε: «Τι έχουμε ωρέ Γιώργη, δεν έχεις τίποτε κοκορέτσι;» «Όρεξι νάχης, καπετάνε μου, τώλεγα εγώ· θέλεις να σου φτιάσωΚαι τρεις φοραίς εθυσίασα τρία πρόβατα, μόνο και μόνο για να του φτιάσω κοκορέτσι.

Είπαμε, καλημέρα! ξαναείπε ο νεόφερτος. — Την κακή ψυχρή σου μέρα. — Ευχαριστώ! είπε ο νεόφερτος. Δεν του κακοφάνηκε. — Τίποτα, τίποτα! μουρμούρισε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τράβηξε άλλο ένα κρασάκι. «Έτσι θέλουν αυτοί για να ησυχάσουν», είπε μέσα του. Είχε νυχτώσει. Ότε άναβε το παιδί το φανάρι φάνηκε ο Καπετάν Βαγγέλης στην πόρτα.

Όρεξι να είχε να λέη ο ΓεροΛαλεμήτρος κ' η όρεξι δεν τούλειπε. — Αμ' οι ξέρες, Καπετάν Λαλεμήτρο; — Μην τα γυρεύης, παιδί μου! Σαν ταξιδεύης η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται. Οι ξέρες! Ούτε το διάβολο ναπαντήσης ούτε το σταυρό σου να κάνης. Όσο κυττάς να τις ξεφύγης, τόσο πας και πέφτεις σαν το στραβό πουλί απάνω τους. Θάλασσα είνε αυτή. Τύφλα νάχουν οι χάρτες και τα φανάρια!

Αλλ' είχε μίαν μεγάλην ιδιοτροπίαν ο καπετάν Κωνσταντής, προελθούσαν εκ της πολλής πεποιθήσεως περί τας ναυτικάς γνώσεις του. Δεν ηνείχετο οδηγίας και παρατηρήσεις εκ μέρους των ναυτών, είτε κατά τον χειρισμόν των ιστίων, είτε κατά την εν γένει διεύθυνσιν του πλοίου.