Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Οι γέροι τινάχτηκαν ξαφνιασμένοι, σαν να τους έπιασαν σε καμμιά ντροπή. — Ποιος είνε! Ξεροβήξανε και τραβήχτηκε ο ένας απ' τον άλλον. — Τον κακό σου τον καιρό, μπεκρούλιακα, παραλυμένε!.. Μια γυναικεία φωνή ούρλιαζε απέξω. — Να τσακιστής ναρθής στο σπίτι. Που σε μαζεύομε από τις ταβέρνες. Ήτανε η γυναίκα του Καπετάν Βαγγέλη. Συνειθισμένη ιστορία στην ταβέρνα του Σπανού.
Ωστόσο θάλεγες πως αγροικούνταν από μέσα τους, πως είχανε μεγάλη κουβέντα, μια κουβέντα χωρίς λόγια, που δεν την έκοβαν ούτε τα τραγούδια, ούτε οι φωνές, ούτε τα χτυπήματα των ποτηριών που γέμιζαν την ταβέρνα. Στο τέλος της παράξενης αυτής κουβέντας ήσανε πάντα σύμφωνοι κ' οι δυο. — Έτσι που λες, Καπετάν Βαγγέλη. — Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Και τρακάριζαν τα ποτήρια. Η κουβέντα αυτή βάσταξε ώρες.
Τω όντι πολλοί εκ των ανηκόντων εις πλουσίας οικογενείας και δυναμένων συνεπώς να εξαγορασθώσιν ακριβά είχον μεταφερθή επί του πλοίου, θεωρούμενοι ούτως ειπείν ως γέρας του Καπετάν πασά, πάντες δε σχεδόν αλυσόδετοι όντες εύρον οικτρόν τέλος εν τω μέσω των φλογών. Μεταξύ των θυμάτων ευρίσκετο και ο νεώτερος αδελφός του προς μητρός πάππου μου Μικρουλάκη.
Αλλ' ο γέρων πνευματικός, παρών εκεί, την ενεκαρδίωνε· και όταν κατόπιν συνήλθον ομού πάντες οι ταξειδιώται και περιεκύκλωσαν την γραίαν καπετάνισσαν, τα δύο εγγονάκια της, ροδοκόκκινα και ξανθά, μετ' απορίας παρετήρουν κ' εξήταζον τον κατάμαυρον και ασυνήθη της μάμμης ιματισμόν, σύροντα περιέργως τας άκρας της μαύρης μανδήλας της· και ότε η νύμφη της η εγγλέζα, διά νευμάτων, αγνοούσα την γλώσσαν, την περιέθαλπε την πολύπαθη πενθεράν, τόσον θερμώς και τόσον εκφραστικώς, ως εάν ωμίλει την γλώσσαν της και καλλίτερα μάλιστα· και όταν ο υιός της, ο καπετάν- Γιαννάκης, ένδακρυς ανελογίζετο το πολυτάραχον παρελθόν κ' εν γένει, όταν η γραία Καπετάνισσα ανέκτησεν όλον το θάρρος της και την γαλήνην της ψυχής της, και ήρχισε ν' αναπολή και να διηγήται περί του μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού, και περί του οικτρού αυτού τέλους με βαθύτατον της καρδίας της πόνον, ώστε να κλαύσουν όλοι, ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος πάντοτε, από την κούρασιν — τις οίδεν — δεικνύων και την ωραίαν σκούναν, η οποία μακρά, με χρυσά κορζέτα, αλλά χωρίς άσπρο μπούρδο, κατάμαυρος πλέον, εκαμάρωνεν εγγύς του μεγάρου, ενώ το κύμα προσκρούον ηρέμα εις τα μαύρα πλευρά της απετέλει ελαφρόν ψόφον ως θρήνου ηχώ μακρυνήν, πλην ηδέος θρήνου, ξεκουράζοντος θρήνου, είπεν ιεροπρεπώς: — Μόνον όποιος πεθάνη, δεν γυρίζει 'πίσω, κυρά-Καπετάνισσα.
Ένας ψηλός, ένας λυγνός, ένας αρχάγγελος ο καπετάν Βαλμάς, μήπως εστάθηκε στο νησί σας; μην επαντρεύτηκε; μην έκαμε παιδί που το λέγουν Γιώργη; μην απόχτησεν ένα τρεχαντήρι το Μπιούτη; — Όχι — όχι· δεν τον ίδαμε, δεν τον ακούσαμε· όχι. Οι νησιώτες άφρισαν· Μωρέ διάβολε! Και βελόνι να ήταν κάπου θα εβρόνταε.
Όσον διά τον καπετάν Στέφον, οι τωρινοί πλοίαρχοι είχαν ξεχάσει πλέον όλα τα παλαιά παραγκώμια και τον περιέγραφον μόνον ως «μπούφον». Το όρνεον εκείνο, ως διηγούνται, φύσει ανίκανον να κυνηγή, όπως κάμνουν τ' άλλα αρπακτικά, κάθηται επί κλάδου ή επί βράχου, όπου η μαύρη μορφή του συγχέεται και γίνεται έν με το βάθρον και με την σκοπιάν του, ανοίγει μίαν σπιθαμήν το πλατύ και λαίμαργον στόμα του, και τα καϋμένα τα πουλάκια, απατώμενα από τον μέλανα γνόφον, καθώς πλέουν εις το κενόν, έρχονται ωσάν τυφλά και πέφτουν μέσα εις το χάσκον, το σπηλαιώδες στόμα του μπούφου.
Ούτω και οι ναύται γηράσκουσιν, ως το βρακί του καπετάν Κωνσταντή και υπό των ετών και υπό της θαλάσσης. Τα έτη κυρτούσι την ράχιν των, και η άλμη ασπρίζει τας τρίχας της κεφαλής των.
Ποίαν να είχε καλήν τύχην ο καπετάν Στέφος ο Γιαρής και του ήρχοντο όλα βολικά εις αυτόν τον κόσμον; Ποτέ δεν υπήρξεν άνθρωπος τόσον τυχερός, όσον αυτός.
Αλλά κ' εκείνο ανάθεμά το — ναι το νερό, που ήταν πήχτρα εμπρός μας — έκαμεν άξαφνα κάτι σούφρες κρυσταλλορρόδινες κ' επάφλασεν εδεκεί, τινάζοντας διαμαντένιο αφρόδροσο, σαν ν' ανατρίχιαζε στο βλέμμα του, σαν να του έδινε αρραβώνα αιώνιον. — Μπρε! Με το πόδι εκούνησα κρυφά τον καπετάν Τραγούδα.
Παρήλθον έτη και ουδεμία είδησις περί του υιού έφθασεν ύστερον από την μόνην είδησιν όπου έφερεν ο καπετάν Σκινάς ότι τον είδε τον υιόν του γέροντος εις το χιώτικο καφενείον του Γαλατά φουμάροντα ναργιλέ με Χίους πλοιάρχους φίλους του. Μίαν νύκτα του Μαΐου μαλακήν και ασέληνον, εζήτησε το πυροφάνιον ο πρεσβύτης. — Πού θα πας; ηρώτησεν η τεθλιμμένη σύζυγος. — Τώρα θα ιδής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν