United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήμουνε με τη μάνα μου τη μακαρίτισσα και μου λέει: «Κάμε, παιδί μου, το σταυρό σου, κάμε παιδί μου το σταυρό σου». Ήκανε κη γίδια το σταυρό τση κεπαρακαλούσε το Θεό και την Παναγία. Στα λιβάδια ήσαν κιάλλοι χωριανοί, χριστιανοί και τούρκοι· κιήκουες ένα σύθρηνο μαζή με τση φωνές των ωζώ. Όλοι εθαρρούσανε πως εχάλα ο κόσμος.

Ω, δεν ξέρεις, πόσο ευτυχισμένη μ' έκαμες! Αυτό το βράδι κάθησα αργά κ' έκαμα ό,τι δεν είχα κάμει συχνά όλο αυτό το καλοκαίρι. Συλλογιζόμουνα την Έλσα και με. Αδιάκοπα πρόβαλε ο στοχασμός: γιατί να με ρωτήση αν της επιτρέπω να πιστεύη στο θεό και να προσεύχεται.

Εκεί τ' αμάξι σταματάει η κρουσταλλόκορφη Ήρα, 755 κι' έτσι αρωτάει τον πάμπρωτο θεό και συντυχαίνει «Δία πατέρα, πώς λοιπόν! αφτές δε σε πειράζουν τ' Άρη οι ασήκωτες δουλιές; Δες τι λογής Αργίτες και πόσους μου θανάτωσε, τρελά με δίχως τάξη. Στενάζω εγώ, μα ξέγνιαστη το διασκεδάζει η Κύπρη 760 κι' ο χρυσοδόξαρός σου ο γιος, π' αμόλησαν αφτόνε, ένα άμιαλο που δεν ψηφάει την τάξη και το δίκιο.

Τότε ο Θεός, προσβεβλημένος, έκανε τους υπηρέτες αυτού του βασιλιά τόσο κακούς που άρχισαν να συνωμοτούν για να σκοτώσουν τον αφέντη τους. Αυτό και έκαναν. Μάλιστα, αυτός έβαζε να λατρεύουν ένα Θεό όλον από χρυσάφι, γι’ αυτό στο κόσμο έμεινε η συνήθεια ν’ αγαπά τόσο το χρήμα, έτσι που ακόμη και ο συγγενής σκοτώνει το συγγενή για το χρήμα.

Ο Κυρ-Θανάσης ήξερε τα συστήματα της παπαδιάς, όσο κι' ο ίδιος ο παπάς, ετράβηξε σιγά-σιγά και ρουφηχτά το κρασάκι του, σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, σαν τα πουλάκια που σηκώνουν το λαιμό τους να ευχαριστήσουν το Θεό, για το νεράκι που τους χαρίζει. Ύστερα ακούμπησαν με ησυχία τα ποτήρια τους απάνω στο τραπέζι. Η παπαδιά αναστέναξε από το διπλανό δωμάτιο.

Δόξα σοι ο θεός ημών! Δόξα σοι ο θεόςκαι πως μ’ αυτό ήθελε να πη σαν από μέρος του: «Δόξα το θεό!». . . Ο άνεμος έμπαινε κάτω απ’ τάσπρα φελόνια των παππάδων και τα φούσκωνε. . και ταναποδογύριζε αποπάνω απ’ τα καλυμαύχια τους και τους κουκούλωνε. . κ’ έτρεχαν κάθε τόσο εκείνοι πούρχονταν αποπίσω να πιάσουν τανεμιστά παννιά σα φλόκκους να τα κατεβάσουν: ίδιοι μασκαράδες με σεντόνια του φάνηκαν του Νίκου άξαφνα οι παππάδες και τούρθε να γελάση δυνατά. . . Καθώς έβγαιναν απ’ τη λεωφόρο Συγγρού, πέσανε μέσα σε μια σειρά άμαξες κλειστές που γύριζαν απ’ άλλη κηδεία.

Άφησέ με, αν αγαπάς το Θεό, ανεφώνησεν αδημονούσα η Μαργή, απού βάνεις με τς' ώμορφους αυτό τον ανοστόπλαστο, το Σαρακηνό! — Κατέχει ο μπουρμάς είντά ν' ο χουρμάς; είπεν η χήρα με την γλώσσαν της πείρας. Ο άντρας έτσα πρέπει νάνε· γερός κιαντρειωμένος ... . — Ου! αντρειωμένος! αντείπε μορφάζουσα η Μαργή. Αντρειωμένος σαν το γάιδαρό μας. — Κιάν δεν είν' αντρειωμένος θα γενή. Κοπέλι' ν' ακόμη.

Ο Ορέστης καταδικάζεται σε θάνατο από τους Αργείους, ενώ ο θείος του Μενέλαος τον εγκαταλείπει, από δειλία. Εξαγριωμένος από τη στάση του Μενελάου ο Ορέστης θέλει να σκοτώση τη σύζυγό του και την κόρη του Ερμιόνη. Τελικά μεταπείθεται από τον από μηχανής θεό και παντρεύεται την Ερμιόνη. Η μετάφραση έγινε από την Ηλία Βουτιερίδη.

Μα τέλος πια σα διάβηκαν χαντάκι και παλούκια τρεχάτοι, κι' έπεσαν πολλοί απ' των οχτρών τα χέρια, στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στα πλοία 345 σκούζοντας ένας τ' αλλουνού, και μ' απλωτά όλοι χέρια τον κάθε φώναζαν θεό μ' αντάρα και περκάλια· κι' ο Έχτορας τ' ωριότριχο ζεβγάρι απάνου κάτου γύρναε, λες πλάκωσε Γοργό ή θνητοφάγος Άρης.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εγέννησεν αρσενικό παιδί, και μη φοβάσαι. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ποιός; η Βουλή; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Όχι, καλέ• η φίλη μου που εγέννα. Μα η Βουλή μαζώχθηκε; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν στάχω ειπωμένα από τα χθες; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θυμάμαι, ναι. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν έφθασε ως ταυτιά σου μία είδησις; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα το Θεό, δεν ξέρω. . . ΒΛΕΠΥΡΟΣ Άιντε χάσου και κάτσε μάσσαγε σουπιές, που ξέρεις τι σου γίνεται.