United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πήγαινε, σκλάβε, στο σπήλαιο μου, πάρε μαζί σου και τους συντρόφους σου· και αν επιθυμάς να σε συμπαθήσω, ευτρέπισέ το ώμορφα. ΚΑΛΙΜΠ. Μάλιστα, κ' εδώ κ' εμπρός θα κάνω φρόνιμα, θα πασχήσω να κερδίσω την αγάπη σου. Χοντρό γαϊδούρι που ήμουνα να κάνω θεό εκείνον τον μεθύστακα! να λατρεύω αυτό ξόανο! ΠΡΟΣΠ. Σύρε· φεύγα. ΑΛΟΝΖ. Σύρτε· και βάλτε τα φορέματα όπου τα βρήκετε.

Του δίνομε το λόγο μας κι όταν τελειώνη τη θλιβερή διήγησή του δεν το βαστούμε, μα τραβούμε παραπέρα· τέτοια σκληρότης είναι πράγματι φιλοφροσύνη, γιατί ποιος μπορεί νάναι πιο ποταπός από κείνον που σπλαχνίζεται τους καταδικασμένους από τον Θεό; Ανάμεσα στα σαγόνια του Εωσφόρου βλέπομε τον άνθρωπο που πούλησε τον Χριστό κ' εκείνους που σκότωσαν τον Καίσαρα.

Κιόταν το Βαγγελιό μάκουε να λέω πως μόνον αυτήν αγαπούσα και μέβλεπε να τραβιούμαι από τάλλα κορίτσια, πούθελαν να με φιλήσουν, κέτρεχα σαυτήν, ενθουσιαζόταν αληθινά, μέσφιγγε στην αγκαλλιά της και με καταφιλούσε. Μούμαθε και μια πεισματική μαντινάδα να τη λέω στις αντίζηλές της. Μιαν η γιαγάπη παγαπώ, μια 'νε μα το Θεό μου, Και τσ' άλλες παίζω και γελώ, για να περνά ο καιρός μου.

Πάει να πη φαντάστηκε τον Έρωτα σκλάβο, μέσα στα σίδερα. Ναγωνίζεται, πάει να πη, να ξεφύγη απ' τη σκλαβιά του. Σαν εφιάλτης ήτανε εκείνο το α ν τ ά ν τ ε. Μα τον άγιο Θεό. Κ' ύστερα που σπάει τα σίδερα, εκείνο το α λ έ γ κ ρ ο το περίφημο ... ΦΛΕΡΗΣΌμως δεν πρόφτασε να τακούση ο ίδιος. Τώφερε η τέχνη του. Η ζωή δεν τώφερε. Ίσως δε θα το φέρη ποτέ στον κόσμο. Ποιος ξέρει, γιατρέ, καμμιάν ημέρα.

Υπάρχει ασφαλώς ένα μακρύ στρώμα θειάφι κάτου από τη γης από τη Λίμα ως τη Λισσαβώνα. — Τίποτε δεν είναι πιθανώτερο απ' αυτό. Όμως, για το θεό, λίγο λάδι και κρασί. — Πώς πιθανό; απάντησε ο φιλόσοφος. Υποστηρίζω, πως το πράγμα είναι αποδειγμένο Ο Αγαθούλης έχασε τις αισθήσεις του κι' ο Παγγλώσσης τούφερε λιγάκι νερό από μια γειτονική βρύση.

« Την 'πήρατο χαρέμι μου. » Και πρώτη τήνε 'φκιάνω » Την είχα 'σάν κορίτσι μου, » Την είχα 'σάν παιδί μου. » Μ' εφίλει· μου 'μαλάκωνε » Την άγρια ψυχή μου » Μου 'φαίνονταν 'σάν άγγελος «'Πό τον θεό, 'πό πάνω

ΚΡΕΟΥΣΑ Έμεινε κάποια φίλη μου μητέρα με το Φοίβο. ΙΩΝ Μητέρα με το Φοίβο! μπα! μη λες το λόγο τούτο. ΚΡΕΟΥΣΑ Κι' απ' τον πατέρα της κρυφά είχε παιδί γεννήση. ΙΩΝ Αδύνατο• κάποιου θνητού αδίκημα έχει κρύψη. ΚΡΕΟΥΣΑ Όχι• την έπαθε σωστή τη συμφορά που λέει. ΙΩΝ Και ύστερα τι έκαμε, που το θεό εγνώρισε; ΚΡΕΟΥΣΑ Έρριψε το παιδάκι της από το σπίτι μακρυά.

Και ως αναπτύσσων και επεξηγών την ιδέαν του, επανελάμβανε. — Βλέπεις την εληά, γεμάτη. Να σπάση. Ένα σκουλίκι όμως άξαφνα, σου χαλά τα σχέδια. Μια νεροποντή. Ένας κατακλυσμός. Ένα σπάσιμο . . . Κάμε με Θεό, λέει ο λόγος, να σε κάμω πλούσιο.

Και ο Βασιληάς Μάρκος θαύμαζε τον αρπιστή που είχεν έλθει από τον τόπο του Λοοννουά, όπου άλλοτε ο Ριβαλάν είχεν οδηγήσει την Μπλανσεφλέρ. Όταν τελείωσε το τραγούδι, ο Βασιληάς έμεινε πολλή ώρα αμίλητος. «Παιδί, είπε έπειτα, ευλογημένος νάναι ο δάσκαλος που σε δίδαξε, ευλογημένος και συ από το Θεό. Ο Θεός αγαπάει τους καλούς τραγουδιστές.