Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Η γριά σήκωσε το χέρι της και τον τράβηξε με δύναμη επάνω της. Μια οσμή σήψης και τάφου αναδυόταν από το μικρό κρεβάτι, εκείνος όμως δεν τραβήχτηκε παρόλο που ένιωθε το κολιέ της θειας-Ποτόι να του αγγίζει το πρόσωπο, ζεστό σαν να ήταν επάνω στη φωτιά, και την αναπνοή της να περνάει πάνω στα μαλλιά του σαν αράχνη. «Άκουσέ με Έφις, είμαστε μπροστά στο Θεό. Εγώ είμαι έτοιμη να φύγω.
Συγχρόνως τρεις άνδρες μαυρισμένον το πρόσωπον έχοντες, ημίγυμνοι, κατησβολωμένοι, κρατούντες σφύρας και πυράγρας εισέβαλον κατόπιν της νέας κόρης εις το καπηλείον κράζοντες· — Τζάνουμ! Πιάστε την! Πιάστε την, για το Θεό!... Καπνοί και σκωρίαι. Όπως διηγηθώμεν τι συνέβη, ανάγκη μικράς αναδρομής εις το παρελθόν.
Κουβαλεί νερό, πάγει στον μύλο, πάγει τα ψωμιά στον φούρνο, σκάφτει τ' αμπέλια, σκουπίζει την αυλή, καλλιεργεί τα λουλούδια πάνω στον τάφο του Χρηστάκη μας· ως και το κανδήλι θέλει να τ' ανάφτη με το χέρι του! Κ' εγώ δα μαθές πώς να τον διώξω ύστερα, αφού τον εκύτταξα εφτά μήνες μέσ' στο στρώμα, σαν το παιδί μου! Ας τώβρη από τον Θεό όποιος τον εκατάντησε σε τέτοια δυστυχία!
Κλάφτηκε τότες τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, μα θεό δεν έχει να με σώσει οχ το ποτάμι τώρα εδώ; Στερνά ότι πάθω ας πάθω. Μα δε μου φταίει άλλος κανείς θεός απ' τα ουράνια, 275 παρά μου φταίει η μάννα μου που με γελούσε η έρμα, και μούπε, κάτου απ' το τειχί των ασπιστάδων Τρώων πως τάχα από φοιβόσταλτες θα σκοτωθώ σαΐτες. Ας μ' είχε αχσφάξει ο Έχτορας, το πρώτο εδώ κοντάρι!
Ρέκαξ’ αυτός κι απ’ το θεό γιομάτος Άρη λυσσάει για αίμα, σα μαινάδα, μ’ άγρια μάτια° και πρέπει απ’ την ορμήν αυτού να φυλαχθούμε π’ από τώρα σκορπούν το φόβο οι κομπασμοί του.
— Αχ, μ’ έχασες πειρασμέ!... εστέναξεν ο καπετάνιος τραβώντας τα μαλλιά του. Μα ο Μπαρμπατρίμης έτρεξε χαρούμενος και του εβούλωσε το στόμα. — Φτύσ' στον κόρφο σου και μη βαργομάς το θεό!... Να που ξεδιάλυνε η κακοσημαδιά· κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι σου! Ο καπετάν Κρεμύδας εγύρισε και τον εκύταξε άφωνος.
— Τώρα πεια δεν του ανήκει. Την έδωκε στους λεπρούς του. Από τα χέρια τους την πήρα. Από δω και πέρα είναι δική μου. Δε μπορώ να την χωριστώ, ούτε αυτή μπορεί να χωριστή από μένα. Ο Ογκρίν είχε καθήσει χάμω. Στα πόδια του η Ιζόλδη έκλαιγε, με το κεφάλι στα γόνατα του ανθρώπου που υποφέρει για το Θεό. Ο ερημίτης της έλεγε τα άγια λόγια της Βίβλου.
Μια μέρα μολαταύτα, ένας από τους άπιστους προδότες, ο Γκενελόν, — που καταραμένος νάναι από το Θεό — παρασύρθηκε από την ορμή του κυνηγίου, κι' ετόλμησε να προχωρήση μέχρι απ' έξω από το δάσος του Μορουά. Εκείνο το πρωί, στην παρυφή του δάσους, ο Γκορνεβάλης είχε ξεσελλώσει το άτι του και τάφησε να βόσκη στη δροσερή χλόη.
Και φουμάρων τον ναργιλέ του ουδέ απάντησιν έδιδεν εις την Θωμαήν, ήτις τον εκάλει έξω: — Να μ' αγαπούσες κάνιο σαν τον ναργιλέ! παρεπονείτο τότε κλαίουσα η Θωμαή. Την παραμονήν της αναχωρήσεώς του είχε λάβη έντονον εκ Βόλου διαταγήν, ότι ώφειλε να εξοφλήση ανυπερθέτως δύο συναλλαγματικάς του, αίτινες προ μηνός έληξαν, άλλως ηπείλουν αυτόν διά προσωπικής κρατήσεως. — Για τον Θεό!
Ίσως το φάντασμά του τριγυρίζει ακόμα εκεί απάνω, μαζί με χίλιους άλλους πορφυροστόλιστους βουρκολάκους· κι αυτός ο φρόνιμος ο βασιλιάς είχε τόση γνώση, που δεν ήξερε πώς να δοξάση το Θεό για την πολλή τη γνώση που του έδωσε, και σαν έχτισε δε θυμούμαι πόσες κατοστές εκκλησιές, καταπιάστηκε κι αυτή την ξακουσμένη την εκκλησιά της Αγιά-Σοφιάς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν