Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Επειδή το πλοίον δεν παρελάμβανεν υγιείς, οι θέλοντες να φύγουν μετεχειρίζοντο διάφορα τεχνάσματα διά να φθάσουν και να γίνουν δεκτοί εις την «Ένωσιν». Τινές μετέβαινον εις το πλοίον κολυμβώντες, άλλοι δε, συνδέοντες δύο ασκούς πλήρεις ελαίου, προωρισμένου διά τας εν Αθήναις οικογενείας των, επλησίαζον διά της σχεδίας ταύτης εις το πλοίον και εκραύγαζον: — Για το Θεό, πνίγομαι!
Μα σ' αγαπώ περσότερον εσένα κι' από κείνον, — που ξένος μέσ' στην πόλι μας εμβήκε και σε πήρε, μαζύ και με το σπίτι σου και την κληρονομιά σου, ενώ εκρυφογένναγε παιδιά μ' άλλη γυναίκα• τον τρόπο αυτό τον μυστικό θα σου τον εξηγήσω: με το να νοιώση πως εσύ ήσουν γυναίκα στείρα, δεν ήθελε να μοιρασθή την τύχη τη δική σου• παίρνοντας μυστικά λοιπόν από της δούλες κάποια έκαμε τούτο το παιδί, και τόστειλε μακρυά του να του το θρέψουν στους Δελφούς• έτσι λοιπόν εκείνο αφού αφέθη στο ναό, και μόρφωσιν επήρε, σαν έννοιωσε πως το παιδί έγινε παλληκάρι, σ' έπεισε 'δω να έλθετε, τάχα για σένα μόνο, οπού δεν έκανες παιδιά• αυτός είπε το ψέμμα πούτρεφε το παιδί κρυφά, και όχι ο Απόλλων, κ' έφτιανε τέτοιες πονηριές• αν ήθελε πιασθή, το γυιό του θ' αφιέρωνε εις το θεό, κι' αν ίσως κατώρθωνε για να κρυφθή, το χρόνο να κερδίση που πέρασε, θα του 'δινεν ευθύς τη βασιλεία της χώρας• μα και τόνομα αυτό που τούχει δώση το είχε φτιάση από καιρό, και Ίωνα τον είπε, τάχα πως τον συνάντησε σαν έβγαινε απ'το ναό.
Όσο που εκουραζόταν από το πολύ το δάρσιμο κ' επαράδινε το σκοινί στους στρατιώτες. Κι αν τύχαινε και κανένας δύστυχος, πνιγμένος μες το περισσό δίκιο του, να βρη μες την απελπισία την τόλμη να πη και κάνα λόγον παραπανιστό, «από το Θεό να τόβρης», «Θεός είνε κι ας σε κρίνη», ξερωγωτί· αφτός λυσσασμένος τόρα πιο πολύ, τον αλάτιζε πρώτα καλά με το σκοινί.
ΧΟΡΟΣ ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ και έπειτα ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ Τι ευτυχής πούν' ο λαός! και εγώ η δούλα η καλή, και η κυρά μου πειό πολύ! Κι' όλες εσείς, που κάθε μια μπροστά στην πόρτα μένει, κι' ο δήμος και οι γείτονες, κι' αυτοί ευτυχισμένοι. Μα το θεό; είμαι κ' εγώ μια δούλα, κι' όμως πήρα κ' έβαλα στο κεφάλι μου τα πειό ωραία μύρα.
Τότες τ' απάντησε η θεά, του Δία η θυγατέρα 825 «Διομήδη, του Τυδέα γιε, παιδί μου αγαπημένο, έννια σου αφτό! Μη σκιάζεσαι τον Άρη, μη φοβάσαι θεό κανένα· τέτιο εδώ έχεις βοηθό σου, εμένα!
Η Μαρούσα, «αδερφή να την κάμη, απ' το Θεό και στα χέρια της», έπεσε στον τράχηλόν της και την ικέτευε να κάμη έλεος αν ειξεύρη τίποτε ψευτογιατρικά, διά να εξαφανισθή, ει δυνατόν, ο καρπός της αμαρτίας, κι' ο Θεός πλέον ας εγίνετο ίλεως! Διότι άλλως αυτή βέβαια — τι την ήθελε τέτοια ζωή; — θα έπεφτε βέβαια, στον γιαλό να πνιγή, καθώς ήτον μάλιστα και σιμά, από κάτω απ' το σπίτι, η θάλασσα.
Κατιτί άλλο μ' απασχολούσε τώρα. Τι μ' έμελε κιόλας την ώρα αυτή αν η γυναίκα μου προσευχότανε στο θεό ή όχι. Τι μ' έμελε αν στοχαζότανε τούτο ή εκείνο. Εκείνα που είπε με χτυπήσαν ίσα στην καρδιά.
Όσες μάννες κι αν είνε, ας έρθουν κι ας ανθίζουν τα φυλλοκάρδια τους. Σαν αστέρια θα φέγγουνε μπροστά στο βαθύ το σκοτάδι που καταχνιάζει το νου μου. Δάσκαλε, γλυκέ μου δάσκαλε, που βλέπω το πονετικό πρόσωπό σου, και πάλε ο σπαραγμός δε μ' αφίνει! Δες τα τά μαύρα μου χάλια, και σύρε να παρακαλέσης το Θεό να στείλη το Χάρο να με γλυτώση. Συνέσ. Ο μεγάλος ο Θεός να σε λυπηθή, κερά Δέσπω.
ΧΡΕΜΗΣ Σε βαγαποντιές τους έλεγε πως πέφτεις• ΒΛΕΠΥΡΟΣ Για σένα; ΧΡΕΜΗΣ Ύστερη δουλειά. Είπε πως είσαι κλέφτης. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μόνος εγώ; ΧΡΕΜΗΣ Μα το θεό, και συκοφάντης. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μόνος, μόνος εγώ; ΧΡΕΜΗΣ Μα το θεό, και όλοι μας συγχρόνως. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Όσο γι' αυτό αντίθετη κανείς δεν έχει γνώμη.
Έλιωσα και πήγα στο μυρολόγι, και κόρη δεν έχω να κλάψη μαζί μου, να λαφρύνη τον πόνο μου που τον αγριεύει η μοναξιά, και λες είνε άνεμος και φυσομανάει σ' ολομόναχα δάσια. Ξύπνησε, Κωσταντάκη μου, και φέρε μου πίσω την Αρετούλα! Το Θεό και τους Αγιούς του έχεις βαλμένους μαρτύρους. Μήτε του Χάρου η δύναμη δεν μπορεί ένα τέτοιο τάξιμο να θάψη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν