Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Εάν εδώ καθήμενος εμέ να τέρπης, ξένε, ήθελες, δεν θα χύνονταν ύπνοςτα βλέφαρά μου· 590 αλλ' άυπνοι παντοτινά δεν γίνεται να μένουν οι άνθρωποι· και των θνητών εις κάθε πράγμα μέρος διώρισαν οι αθάνατοι, 'ς την γη την σιτοδώρα. αλλ' εγώ τώρα θ' αναιβώ 'ς τ' ανώγι να πλαγιάσωτην κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζουν 595 τα μάτια μ' από την στιγμήν οπ' έφυγ' ο Οδυσσέας, την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην· κει θα πλαγιάσω εγώ· και συτο σπίτι εδώ κοιμήσου· ή στρώσε χάμαι ή θέλησε να σου ετοιμάσουν κλίνη».

Τα πρώτα χρόνια της εστείλανε κάμποσες προξενιές, μα δε θέλησε ν' ακούση και την έβγάλανε Δεκοχτούρα. Παράξενη γυναίκ' αφεντικό, μα και δύστυχη, επρόσθεσεν ο χωριανός κ' εσιώπησε. Τη στιγμή εκείνη, ευγήκε από το σπιτάκι της Δεκοχτούρας ένα παιδάκι ως δέκα χρονώ, παστρικοντυμένο μ' ένα σταμνάκι στον ώμο κ' έν' ανεσερτήρι στο χέρι. Απέρασε από κοντά μας, και το ρώτησε ο Βασίλης. — Πού πας, μικρέ;

Καλώτατος άνθρωπος, Μαριώ μου! χρυσός άνθρωπος! Αύριο ευθύς θα παραγγείλω μία λαμπάδα, ίσα με μπόι του, να την πάωτον άι Δημήτρη. — Καλά όλ' αυτά, . . μα πώς σούδωσε τα χρήματα; γιατί σου τάδωσε; — Ξέρω κ εγώ γιατί; έτσι θέλησε.

Φανερό, είπε ο γέρος, πως δεν υπάρχουνε ούτε δυο, ούτε τρεις, ούτε τέσσερις. Ομολογώ, πως οι άνθρωποι του κόσμου σας κάνουνε πολύ παράξενες ερωτήσεις. Ο Αγαθούλης δεν έπαψε να ρωτά το γέρο. Θέλησε να μάθη, πώς προσευχόντανε στο Ελδοράδο. — Δεν προσευχόμαστε καθόλου, είπε ο αγαθός και σεβάσμιος σοφός.

Πήγαινε, τρυγόνα μου, πήγαινε!» «Πού να τον εύρω εγώ τον Έφις; Είναι στο χωριό;» «Ανεβαίνει από κτηματάκι, τον βλέπω που ανεβαίνει», είπε η γριά, βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη, επειδή έμπαινε η Γκριζέντα με τον καφέ. «Βλέπεις Νατόλια; Θέλησε να σηκωθεί σήμερα το πρωί, παρόλο που έχει υψηλό πυρετό. Γιαγιά, γιαγιά, γύρνα γρήγορα κάτω από τις κουβέρτες!» «Θα γυρίσω, θα γυρίσω.

Γιατί ο φονηάς του Μόρχολτ θέλησε να με κατακτήση; Α! δίχως άλλο, — όπως ο Μόρχολτ ήθελε τότε να πάρη στο καράβι του τα τρυφερά κορίτσια της Κορνουάλλης, έτσι και συ τώρα με τη σειρά σου, για ωραία εκδίκησι καυχήθηκεςν να πάρης σκλάβα σου εκείνη που ο Μόρχολτ περισσότερο απ' όλες αγαπούσε... — Όχι, κόρη Βασιληά, είπεν ο Τριστάνος.

Τον Τυρογλύφη σε γκρεμόν εγκύλησε ο Λιμνιότης. Και σ' άλλον τ' όμιο θέλησε να κάμη ο Καλαμιότης· Μον στη στιμή που βάνεται, να δείξη αντριά βουλιέται, 465 Τον Ασκοτρύπα τον τρανόν απάντεχα δοκέται. Που φόνευε αλεημόνητα καθέναν που απαντούσε, Σαν να ώριζε το θάνατο, στο χέρι τον κρατούσε.

Η Ελπίδα ορθή μπροστά της χτένιζε τ' αργυρά μαλλιά και τη χαμόβλεπε χωρίς να τολμάη να της χαλάση τους στοχασμούς. Έπειτα θέλησε ν' αλλάξη τα βρεμένα ρούχα της. Άνοιξε το τοιχαρμάρι κ' έβγαλε από μέσα χιονάτα ασπρόρρουχα. Μια δυνατή μυρουδιά λεβάντας σμιγμένης με αμάραντο αναδύθηκε και γέμισε το δωμάτιο σα ν' άναψε θυμιατήρι. Η κυρά Πανώρια ένοιωσε τη μυρουδιά και χαμογέλασε.

Τότε ο Σατανάς εσυμβούλευσε πάλιν τον Παππά-Βουλέτην, επειδή τον κυρίεψε παντάπασι ο μεγαλύτερος Παππάς, και αυτός με την πρόφαση νανακαινίση τον ναόν εκ βάθρων ασβέστωσε τας Αγίας Εικόνας- -Χριστέ και Παναγιά ! το μέγα Σου Έλεος ! -ξεφώνισε η θεια Ελέγκω περίτρομη, με το στόμα μια πήχη ανοιχτό για τα όσα άκουγε, κι άρχισε τους σταυρούς τώρα γλήγορους κι απανωτούς, εξόν που σε κάθε όνομα Αγίου πούβγαινε απ’ τα χείλια του εκκλησιάρη είχε κάμει κι από έναν αργά-αργά λέγοντας μέσα σ' ένα βαθύν αναστεναγμό: «η χάρη σου !. . .» Απέθανε όμως τον ίδιο χρόνο εις το πυρ το εξώτερον, εξακολούθησε ο εκκλησιάρης, ο Θεός κ' η Παναγία να ελεήσουν την ψυχή του! -και ο μικροανεψιός του, τωρινός Παππά-Βουλέτης χρηματίσαντος μαχητής της Κρήτης και λοχίας, έλαβε την ιερωσύνην και πήρε την εκκλησίαν και θέλησε δια νανιστορήση πάλιν τον ναόν με τας Αγίας Εικόνας.

Είπαμε μονάχα, γιατί ο καβγάς μας αφτός είναι, πως όρος και κυριολεξία, στο βιβλίο του Εφταλιώτη, είναι η λέξη Ρωμιοσύνη, αφού έχουμε την τύχη με μια μόνη λέξη να λέμε συνάμα και τη βυζαντινή την ιστορία και την ιστορία του ελληνισμού, όπως τον εννοούσαν ίσια ίσια σε κείνη την εποχή, να λέμε μάλιστα και του Ρωμιού τα ψυχολογικά, που θέλησε και δάφτα να τα ξεδιαλίση ο Αργύρης.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν